ΛΟΝΔΙΝΟ Νοσοκομείο στο Λονδίνο προτείνει μια θεραπεία ειδικά σχεδιασμένη για τους εφήβους που έχουν εθιστεί στο Ιnternet. Το νοσοκομείο Capio Νightingale, στο κέντρο του Λονδίνου, έθεσε για πρώτη φορά χθες σε εφαρμογή το πρόγραμμα «Υoung Ρerson΄s Τechnology Αddiction» («Εθισμός των νέων στην τεχνολογία») έπειτα από πολλές απελπισμένες εκκλήσεις γονιών.

«Το να περνούν τον χρόνο τους “κολλημένοι” στο Διαδίκτυο, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή ή παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια, μπορεί να εξελιχθεί σε σημαντικό μειονέκτημα στη ζωή των νέων» είπε ο δρ Ρίτσαρντ Γκράχαμ, υπεύθυνος του προγράμματος.

Η θεραπεία «προσαρμόζεται ξεχωριστά σε κάθε έφηβο και ποικίλλει, ξεκινώντας από την εντατική θεραπεία στην κλινική έως τις ατομικές ή ομαδικές συνεδρίες» πρόσθεσε.

Βασικός στόχος είναι να ενθαρρυνθούν οι κοινωνικές δραστηριότητες που δεν συνδέονται με το Διαδίκτυο και να αναπτυχθούν στρατηγικές με τις οποίες οι έφηβοι θα μπορούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα που είναι δυνατόν να προκύψουν στο Διαδίκτυο, όπως η παρενόχληση.

Η θεραπεία έχει επίσης στόχο να αυξήσει την εμπιστοσύνη των εφήβων στην «πραγματική ζωή» και να τους βοηθήσει να «διαχειριστούν την ένταση και την υπερδιέγερση που ακολουθούν έπειτα από πολλές ώρες που παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια» .

Πολλοί γονείς λένε ότι τα παιδιά τους γίνονταν «τρελά από θυμό» όταν τους ζητούσαν να κλείσουν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, σε τέτοιο βαθμό ώστε κάποιες φορές ήταν απαραίτητη η παρέμβαση της αστυνομίας, δήλωσε ο δρ Γκράχαμ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Εvening Standard».

Σύμφωνα μάλιστα με έρευνα που δημοσιεύθηκε χθες, οι νεαροί Βρετανοί προτιμούν να καταφεύγουν στο Διαδίκτυο για να ζητήσουν βοήθεια για προσωπικά τους προβλήματα από το να στρέφονται στους γονείς ή στους φίλους τους.

Εννέα στους 10 από τους 1.000

ερωτηθέντες ηλικίας κάτω των 25 ετών δήλωσαν στην έρευνα που διενήργησε η εθνική δωρεάν γραμμή βοήθειας Get Connected ότι είχαν χρησιμοποιήσει το Διαδίκτυο για να λύσουν ένα προσωπικό τους πρόβλημα.

Ενας στους τρεις δήλωσε ότι θα συζητούσε ένα πρόβλημα με τη μητέρα του, ενώ μόνο ένας στους 20 με τον πατέρα του. Οι μισοί δήλωσαν ότι θα μιλούσαν σε έναν φίλο τους.