Στα 971 εκατ. ευρώ ανήλθαν τα καθαρά κέρδη του ομίλου της Εθνικής Τράπεζας το 2009, τα οποία επηρεάστηκαν αρνητικά από τις αυξημένες προβλέψεις, συνολικού ύψους 1,06 δισ. ευρώ, και την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας σε Ελλάδα και ΝΑ Ευρώπη. Εντυπωσιακό είναι πάντως το γεγονός ότι σχεδόν τα μισά κέρδη προέρχονται από τη Finansbank και την τουρκική αγορά. Μετά την έκτακτη φορολογική εισφορά τα αποτελέσματα διαμορφώθηκαν σε 923 εκατ. ευρώ, ενώ τα οργανικά κέρδη ενισχύθηκαν κατά 2% στα 2,58 δισ. ευρώ.

Σε γραπτή του δήλωση, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής κ. Απ. Ταμβακάκης έκανε λόγο για την υποχρέωση υλοποίησης των μέτρων που ανακοινώθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση και για την εφαρμογή τους χωρίς καθυστερήσεις και εκπτώσεις, «ώστε να οικοδομήσουμε μια Ελλάδα απαλλαγμένη από τα βάρη και τα χρέη του παρελθόντος». Σύμφωνα με τον ίδιο, η Εθνική «θα δώσει αποφασιστικά το “παρών” σε αυτή την προσπάθεια», με τις αντοχές της να «επιβεβαιώνονται από τη σταθερότητα των οργανικών κερδών του ομίλου κατά το 2009 και την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων του, που είναι μεταξύ των υψηλοτέρων στην Ευρώπη, παρά τον διπλασιασμό των προβλέψεων».

Κατά την περυσινή χρήση τα έσοδα του ομίλου από τραπεζικές εργασίες, εξαιρουμένων των διαπραγματευτικών κερδών, κατέγραψαν αύξηση 6%, κυρίως λόγω της περαιτέρω ενίσχυσης του επιτοκιακού αποτελέσματος, το οποίο στο τελευταίο τρίμηνο του 2009 αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 10% και σε τριμηνιαία κατά 5%, διαμορφούμενο σε επίπεδα άνω του 4%, παρά την εντεινόμενη ανταγωνιστική πίεση στην τιμολόγηση των καταθετικών προϊόντων. Οι χορηγήσεις του ομίλου αυξήθηκαν κατά 5,5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση (+8%) και ειδικά από το τέλος του προηγούμενου τριμήνου κατά 1,7 δισ. ευρώ (+2%), με αποτέλεσμα το ύψος των χορηγήσεων να υπερβαίνει τα 71,5 δισ. ευρώ. Η αύξηση των χορηγήσεων οφείλεται κατά κύριο λόγο στην πιστωτική επέκταση στην Ελλάδα και στην Τουρκία, ενώ τα χαρτοφυλάκια της ΝΑ Ευρώπης εμφανίζουν ελαφρά κάμψη. Στην Ελλάδα η αύξηση των δανείων έφτασε τα 4,5 δισ. ευρώ ή 10% σε ετήσια βάση, με τα στεγαστικά δάνεια να αυξάνονται κατά 10% στα 20,5 δισ. ευρώ.

Το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώθηκε σε 64%, πριν ληφθούν υπόψη οι πάσης φύσεως εμπράγματες εξασφαλίσεις, με τη σχέση τους προς το σύνολο των χορηγήσεων να διαμορφώνεται σε 5,4%. Το χαμηλό ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση, αλλά και η υπερκάλυψή τους από προβλέψεις και εμπράγματες εξασφαλίσεις είναι απόρροια της διαχρονικά συντηρητικής διαχείρισης κινδύνων του ομίλου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την επικέντρωση του δανειακού χαρτοφυλακίου σε κλάδους χαμηλού κινδύνου και υψηλών διασφαλίσεων σε ποσοστό που υπερβαίνει το 82% του συνολικού χαρτοφυλακίου. Τέλος, ο δείκτης βασικών ιδίων κεφαλαίων (Τier Ι) διαμορφώνεται σε 11,3%. Εξαιρουμένων των υβριδικών κεφαλαίων, των προνομιούχων μετοχών του Δημοσίου και των δικαιωμάτων μειοψηφίας, ο δείκτης κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (Core Τier Ι) υπολογίζεται σε 9,5%.