Oι γείτονες φωνάζουν αγανακτισμένοι. Οι γονείς δεν δίνουν δεκάρα. Τα αυτοκίνητα μόνιμη απειλή. Και το μόνο που θέλουν τα παιδιά είναι να παίξουν. Η Χρύσα, η Αλεξάνδρα, ο Χρήστος και ο Βλαντ. Τέσσερις κάτοικοι Πατρών, ηλικίας 9-13 χρόνων. Είναι οι πρωταγωνιστές του ντοκυμαντέρ της Αγγέλης Ανδρικοπούλου και του Αργύρη Τσεπελίκα «Τα παιδία δεν παίζει», το οποίο καταγράφει όχι μόνο την αγωνία τους, αλλά και το πείσμα τους να διεκδικήσουν αυτό που τους ανήκει.
Τι τους ανήκει; Ενας χώρος για παιχνίδι μέσα στο πυκνοκατοικημένο αστικό περιβάλλον που τα ζώνει. «Μπαίνεις στο Ιnternet από τις 12 το πρωί και παίζεις “call of duty”» λέει στην ταινία η 13χρονη Χρύσα. «Και τι έχεις κερδίσει; Ενα τίποτα. Ενώ αν παίξεις μπάλα… έχει φάση… Τσακώνεσαι, βάζεις γκολ, χαίρεσαι, λυπάσαι, κερδίζεις, αθλείσαι. Τι Ιnternet και αηδίες;». Η Αγγέλη, αδελφή του Χρήστου, και ο Τσεπελίκας είναι δύο σκηνοθέτες με μεγάλη ευαισθητοποίηση σε οικολογικά θέματα. Στο σχέδιό τους προχώρησαν με την υποστήριξη των παραγωγών Ρέας Αποστολίδη και Γιούρι Αβέρωφ. Επί έναν ολόκληρο χρόνο η κάμερά τους ακολούθησε τα τέσσερα παιδιά στον δρόμο της διεκδίκησης του δικαιώματός τους στο παιχνίδι. Ανάμεσα σε αψιμαχίες και μικροανταγωνισμούς, σε φωνές και τσακωμούς με τα σπίτια τους, τα παιδιά οργανώθηκαν (όσο μπορούν να οργανωθούν σε τέτοια ηλικία), αποφασισμένα να χτυπήσουν την πόρτα του δημάρχου της Πάτρας κ. Φούρα. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Τα έστελναν από τη μία υπάλληλο στην άλλη, από το ένα γραφείο στο άλλο. Η συνάντηση με τον δήμαρχο πραγματοποιήθηκε τελικά το καλοκαίρι του 2009. Τα παιδιά τού ζήτησαν να τους παραχωρήσει ένα εγκαταλειμμένο οικόπεδο που δεν το χρησιμοποιούσε κανείς.
«Κύριε δήμαρχε, δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη σας και ούτε με ενδιαφέρει να μάθω» ακούμε την Αλεξάνδρα να λέει. «Το ξέρω ότι έτσι όπως σας μιλάω, εσείς πιστεύετε ότι αυτό είναι αγένεια, αλλά δεν είναι. Είναι το δίκιο του παιδιού και θέλω με κάθε τρόπο να το εκφράσω και να το καταλάβετε για να γίνουν επιτέλους κάποια πράγματα, για να μπορέσουμε κι εμείς να αισθανθούμε παιδιά».
«Μιμηθείτε μας, ακόμη και χωρίς κάμερες»
Ο Χρήστος, η Αλεξάνδρα και η Χρύσα μάς μίλησαν για την εμπειρία τους.
– Οταν αποφασίσατε να δείτε τον δήμαρχο για το αίτημά σας, πιστεύατε ότι θα πετύχετε; Χρήστος: «Στην αρχή ναι και μετά όχι!».
Χρύσα: «Οχι! Πίστευα ότι δεν θα μας ακούσουν, ούτε θα μας δώσουν σημασία».
Αλεξάνδρα: «Ναι! Γιατί πιστεύαμε στον εαυτό μας και γιατί έχουμε δίκιο».
– Πόσο σας επηρέασε το ότι μια κάμερα παρακολουθούσε την προσπάθειά σας; Χρειάστηκε να υποδυθείτε;
Χρύσα: «Οχι, δεν χρειάστηκε. Εμείς ήμασταν ο εαυτός μας και κάναμε τους σκηνοθέτες ό,τι θέλαμε».
Αλεξάνδρα: «Οχι, ζούσαμε την κανονική μας ζωή».
Χρήστος: «Οχι, και δεν με ενοχλούσε καθόλου. Αλλά νομίζω πως τον δήμαρχο τον πίεζε πολύ». – Υπάρχει κάποιο μήνυμα που θέλετε να μεταφέρετε στα παιδιά της ηλικίας σας;
Χρήστος: «Να κάνουν ό,τι κάναμε κι εμείς». Αλεξάνδρα: «Να προσπαθήσουν να μας μιμηθούν, ακόμη κι αν δεν έχουν κάμερες».
Χρύσα: «Να προσπαθούν όλοι για αυτό που θέλουν!» .
«Αυτή η ιστορία έπρεπε να ειπωθεί»
Οι δύο σκηνοθέτες απαντούν στις ερωτήσεις του «Βήματος»: – Πώς προέκυψε η ιδέα κινηματογράφησης της προσπάθειας των παιδιών;
«Μας ενθουσίασε το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν παιδιά που παίζουν μπάλα στις γειτονιές, όπως παίζαμε κι εμείς. Βρισκόμασταν στην Πάτρα για μια ταινία μικρού μήκους. Βλέποντας να παίζουν στριμωγμένα περίπου 20 παιδιά κάθε ημέρα στη μικρή πιλοτή του Χρήστου, εντυπωσιαστήκαμε. Βέβαια το παιχνίδι (συνήθως μπάλα) σταματούσε επεισοδιακά από τους γείτονες με καβγάδες. Ετσι ξεκινήσαμε να καταγράφουμε αυτή την κατάσταση και όταν η Αλεξάνδρα μάς ανακοίνωσε πως θέλει να ζητήσει από τον δήμαρχο μια αλάνα όπου θα μπορούν να παίζουν ελεύθερα, νιώσαμε πως αυτή η ιστορία έπρεπε να ειπωθεί».
– Ποιο ήταν το δυσκολότερο εμπόδιο που συναντήσατε; «Ο χρόνος. Αρχικά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα χρειαζόταν σχεδόν ένας χρόνος. Οποια ιδέα κι αν είχαμε για το τι θα κινηματογραφούσαμε κάθε φορά που πηγαίναμε στην Πάτρα, έσβηνε μόλις συναντούσαμε τα παιδιά. Ηταν απρόβλεπτα, δεν μπορούσαμε να προγραμματίσουμε σχεδόν τίποτε. Ετσι αφήσαμε τις καταστάσεις να μας οδηγούν από μόνες τους. Αλλά αυτή ακριβώς ήταν η μαγεία, να δείξουμε την πραγματικότητα όπως τη βλέπουν και την αισθάνονται η Αλεξάνδρα, ο Βλαντ, η Χρύσα και ο Χρήστος».