Oικονομολόγοι, τραπεζίτες και αναλυτές είναι σήμερα πεπεισμένοι ότι η πορεία αποβιομηχάνισης, εσωστρεφούς ανάπτυξης και χαμηλής ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας αντανακλούν το αναπτυξιακό πρότυπο που ακολουθήθηκε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, το οποίο στηρίχθηκε κύρια στη δημοσιονομική χαλαρότητα και δαπάνη, στην ταχύτατη ανάπτυξη της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης με τραπεζική χρηματοδότηση και στην ανάπτυξη των επενδύσεων σε κατοικίες.
Οι καλές ημέρες των Ελλήνων περιγράφονταν μάλιστα κάπως έτσι σε άρθρο του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel»: «Στη χώρα τους δεν έβρεχε σχεδόν καθόλου, είχαν στον τόπο τους αρχαιότητες παγκοσμίου φήμης, έδιναν δουλειά στον Οτο Ρεχάγκελ και όποιος πήγαινε ως τουρίστας για μπάνια στην Ελλάδα, μπορούσε να ισχυριστεί ότι τον ενδιαφέρει και η κουλτούρα. Σε τελευταία ανάλυση οι Ελληνες έχουν εφεύρει τα πάντα: τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, την τραγωδία, το νόστιμο μπριζολάκι, την Ολυμπία και το πυθαγόρειο θεώρημα…».
Κάπως έτσι πάντως η ιδιωτική κατανάλωση έφθασε στην Ελλάδα στο 72% του ΑΕΠ, οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν στο 52% του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό έλλειμμα εκτοξεύθηκε στο 12,7% του ΑΕΠ, ενώ η δυναμική του δημοσίου χρέους (γύρω στα 300 δισ. ευρώ) παρά την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ (7,3% σε μέσα επίπεδα την περίοδο 2000-2008) παρέμεινε ανοδική.
Αν και στελέχη της S&Ρ θεωρούν τις φοβίες περί της χρεοκοπίας της Ελλάδας υπερβολικές, εν τούτοις υπάρχουν ακόμη αρκετοί οικονομολόγοι που λένε ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι σχεδόν αναπόφευκτη, ενώ για την Βank of Αmerica-Μerrill Lynch μια «ελληνική τραγωδία» είναι συνυφασμένη με την εφαρμογή των σχεδίων λιτότητας και την ανθεκτικότητα της οικονομίας, αλλά και με την προθυμία της υπόλοιπης Ευρώπης να «στηρίξει» το ελληνικό χρέος.
Οπως και να έχει το πράγμα, έστω και αν η παρατήρηση του «Der Spiegel» ότι «πάντα υπήρχε ένα άγραφο ευρωπαϊκό συμβόλαιο που έλεγε:στην Ευρώπη ο Βορράς είναι τόπος εργασίας και ο Νότος τόπος διακοπών. Και σε αυτό ήταν πάντα συνεπείς οι Ελληνες» θα πρέπει μάλλον να μας προβληματίζει, το θέμα είναι ότι καμία χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει για πολύ καιρό με μακροχρόνια υψηλό κόστος δανεισμού, ενώ η ελληνική οικονομία και κοινωνία θα πρέπει να ακολουθήσει νέα ρότα, όχι για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των εταίρων της, αλλά για να προστατεύσει πρώτιστα το μέλλον των επόμενων γενεών.