ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ πριν από τις αμφίρροπες όπως προδιαγράφονται βουλευτικές εκλογές στη Βρετανία ο πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν δεν ανησυχεί μόνο για τις πιθανότητες επανεκλογής του, οι οποίες το τελευταίο διάστημα εμφανίζονται περισσότερες από ποτέ,αλλά και για τις
«λακκούβες που βρίσκονται στον δρόμο » της βρετανικής οικονομίας. Η θεαματική και σταθερή υποχώρηση της στερλίνας εγείρει σοβαρές ανησυχίες για την οικονομία της χώρας τόσο για τους Εργατικούς,οι οποίοι βρίσκονται στην εξουσία όσο και για τους αντιπάλους τους.Αλλωστε το κατρακύλισμα του βρετανικού νομίσματος δεν είναι αποκλειστικά προϊόν κερδοσκοπικών κινήσεων αλλά και αντανάκλαση των υπαρκτών προβλημάτων που αντιμετωπίζει
το Λονδίνο:το δημοσιονομικό έλλειμμα «τρέχει» με ρυθμό 12% ενώ όπως ανακοίνωσε η Στατιστική Υπηρεσία της χώρας το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διευρύνεται παρά το γεγονός ότι τα βρετανικά προϊόντα γίνονται πιο ελκυστικά στο εξωτερικό (λόγω της πτώσης της στερλίνας).Πολιτικοί και αναλυτές δείχνουν να συμφωνούν σε ένα μόνο:η ώρα της ανάκαμψης δεν έχει έρθει ακόμη. Μόνο που καθένας έχει και τη δική του συνταγή για την έξοδο από το τούνελ. Μέσα από ένα κυκεώνα φιλελεύθερων και νεοκεϋνσιανών προτάσεων ο υπουργός Οικονομικών Αλιστερ Ντάρλινγκ βάζει τις τελευταίες πινελιές σε ένα «σφιχτό» προϋπολογισμό προκειμένου όπως λέει «να ζούμε στο εξής με τα μέσα που διαθέτουμε».
Προς μεγάλη έκπληξη των αναλυτώνκαι αντίθετα με τους κανόνες της κλασικής οικονομικής θεωρίας, η αποδυνάμωση του βρετανικού νομίσματος έναντι του ευρώ και του δολαρίου δεν επέδρασε θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο της Βρετανίας, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές βρετανικών προϊόντων να σημειώσουν κάμψη. Ηταν μάλιστα η μεγαλύτερη των τελευταίων τριών ετών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της χώρας (ΟΝS), το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου έφτασε τον Ιανουάριο τα 8 δισ. στερλίνες ξεπερνώντας κατά 1 δισ. στερλίνες τις εκτιμήσεις του περασμένου Δεκεμβρίου. Οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 1,4 δισ. στερλίνες καταγράφοντας πτώση 6% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2009, ενώ οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν τον πρώτο μήνα του 2010 κατά 0,5 δισ. στερλίνες σημειώνοντας άνοδο κατά 1,2%.
Και όλα αυτά ενώ το αγγλικό νόμισμα έχει κατρακυλήσει από το 2007 κατά 24% σε σχέση με τα βασικότερα νομίσματα. Ακόμη και η βρετανική Στατιστική Υπηρεσία απέφυγε να δώσει ξεκάθαρη εξήγηση στο παράδοξο πράγματι φαινόμενο. Σύμφωνα πάντως με την ίδια έκθεση, η αύξηση του ελλείμματος των εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με αυτές εντός ΕΕ και έφτασε τα 4,8 δισ. στερλίνες τον Ιανουάριο.
Οι αναλυτές του λονδρέζικου Σίτι αρκέστηκαν σε μάλλον πρόχειρες διαπιστώσεις αδυνατώντας να ερμηνεύσουν το γιατί οι καταναλωτές της Ευρώπης και της Αμερικής δεν σπεύδουν να αγοράσουν βρετανικά προϊόντα τη στιγμή που αυτά γίνονται εκ των πραγμάτων πιο «ελκυστικά» λόγω της ευνοϊκής για τη Βρετανία συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ορισμένοι από αυτούς επικαλέστηκαν τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικράτησαν στις αρχές του χρόνου στη Βρετανία (όπως και στο σύνολο σχεδόν του ευρωπαϊκού Βορρά), αλλά αυτό μάλλον δεν δικαιολογεί μια τόσο αρνητική εξέλιξη για μία από τις πιο ισχυρές οικονομίες του κόσμου. Αυτό που δεν θέλησαν μάλλον να συνειδητοποιήσουν είναι ότι, όταν και οι υπόλοιπες χώρες του «αναπτυγμένου» και μη κόσμου πασχίζουν να βγουν από την ύφεση, ακόμη και τα φτηνά συγκριτικά αγαθά που εξάγει η Βρετανία είναι λογικό να μη βρίσκουν πρόθυμους αγοραστές ή μάλλον τόσους όσους θα ήθελαν οι Βρετανοί. Προς το παρόν οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές προτιμούν να διατηρούν την ψυχραιμία τους τουλάχιστον σε σχέση με το εμπορικό έλλειμμα.
Παρελθόν η καταιγίδα
Αμφίσημη ήταν και η δήλωση του πανταχόθεν βαλλόμενου Γκόρντον Μπράουν στο ΒΒC ο οποίος επεσήμανε μεν ότι «η καταιγίδα ανήκει πια στο παρελθόν» προειδοποιώντας ωστόσο ότι «υπάρχουν πραγματικοί κίνδυνοι που απειλούν την οικονομική ανάκαμψη». Για αυτό το λόγο «υποσχέθηκε» ότι θα εφαρμόσει όλα τα «αναγκαία πλην επώδυνα μέτρα» που έχει προαναγγείλει δηλαδή το πάγωμα των μισθών των ανώτατων δημοσίων λειτουργών και στελεχών και την αύξηση της φορολογίας για τα πολύ υψηλά εισοδήματα.
Η κυβέρνηση του δέχεται όπως είναι φυσικό τα πυρά της αντιπολίτευσης για την πολιτική που εφαρμόζει. Οι βουλευτικές εκλογές πλησιάζουν και οι Συντηρητικοί δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη χαρακτηρίζοντας τα τελευταία οικονομικά στοιχεία «απογοητευτικά». Όμως αυτό που σίγουρα δεν περίμεναν οι Εργατικοί (ακόμα κι αν πέφτει πάνω τους η σκιά του «τρίτου δρόμου» της διακυβέρνησης του Τόνι Μπλερ ) είναι να δεχτούν μαθήματα νεοκεϋνσιανής πολιτικής από τους Τόρις. «Πρέπει να οικοδομήσουμε μια νέα οικονομία που θα στηρίζεται στις δημόσιες επενδύσεις,στην αποταμίευση και στις εξαγωγές και να απομακρυνθούμε από το μοντέλο της ανάπτυξης των τελευταίων 10 ετών που τροφοδοτείται από τον δανεισμό» δήλωσε ο σκιώδης υπουργός Οικονομίας των Συντηρητικών Κεν Κλαρκ. Ο τελευταίος κάθε άλλο παρά αμέτοχος όμως υπήρξε στην πολιτική που ακολούθησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις των Τόρις από το 1979 ως το 1997. Και τόσο οι κυβερνήσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ όσο και εκείνη του Τζον Μέιτζορ σίγουρα δεν έμειναν στην ιστορία για την αύξηση των δημοσίων δαπανών αλλά μάλλον για τις ευρύτατες ιδιωτικοποιήσεις.
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και οι δηλώσεις του εκπροσώπου των Φιλελευθέρων Δημοκρατών. «Οι εξαγωγές είναι ένα μόνο μέρος της εθνικής μας οικονομίας.Είναι λάθος να θεωρούμε ότι μπορούμε να ξεφύγουμε από την ύφεση βασιζόμενοι μόνο στις εξαγωγές.Αυτό απλά δεν πρόκειται να γίνει» δήλωσε ο τέως ηγέτης των Φιλελευθέρων Δημοκρατών Βινς Κέιμπλ.
Ακόμη πιο σκληρά μέτρα
Αλλά δεν ήταν μόνο οι πολιτικοί αντίπαλοι του Μπράουν οι οποίοι άσκησαν έντονη κριτική στον βρετανό πρωθυπουργό. Ηταν μάλλον η σειρά της βρετανικής κυβέρνησης αυτή την εβδομάδα να λάβει οδηγίες από τους «ανανήψαντες» οίκους αξιολόγησης οι οποίοι έχουν βάλει πλέον στο στόχαστρο τις βρετανικές αλλά και τις ισπανικές «μαύρες τρύπες».
Ο οίκος Fitch έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου στο Λονδίνο για το πολύ υψηλό έλλειμμα το οποίο φτάνει το 12% του ΑΕΠ συστήνοντας «να καταρτιστεί ένα πιο αξιόπιστο πρόγραμμα για τη σταθεροποίηση των δημοσιονομικών και τη συγκράτηση του χρέους, δεδομένου του ρυθμού με τον οποίο εκτροχιάζονται τα οικονομικά και των δυσχερειών που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση». Προς το παρόν όλοι οι οίκοι συμφωνούν ότι το Λονδίνο κινείται «σε ανεκτά όρια», δεν διστάζουν όμως να υψώσουν το δάκτυλο στην κυβέρνηση Μπράουν εν όψει της κατάθεσης του προϋπολογισμού για το 2010 στις 24 Μαρτίου. Το δημόσιο χρέος ξεπερνά ήδη το 60% του ΑΕΠ, ενώ οι προβλέψεις της ίδιας της κυβέρνησης κάνουν λόγο για χρέος ως και 80% ως το 2015. Ο υπουργός Οικονομικών Αλιστερ Ντάρλινγκ έχει δηλώσει ότι ένας εφικτός στόχος είναι ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού ως το 2018 επισημαίνοντας ότι η λήψη πιο δραστικών μέτρων θα απειλούσε ευθέως την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Ηδη εκτιμάται ότι η ισχνή ανάκαμψη κατά 0,3% που σημειώθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 2009 θα εξαλειφθεί με την επιστροφή (από τις αρχές του έτους) του βασικού συντελεστή του ΦΠΑ στα προηγούμενα επίπεδα του 17,5%. Αλλά οι υπερασπιστές της δημοσιονομικής προσαρμογής και των «μέτρωνσοκ» δεν πτοούνται. Η Ενωση Βρετανών Βιομηχάνων (CΒΙ) επισημαίνει ότι η οικονομική ανάκαμψη μπορεί να καθυστερήσει αν η κυβέρνηση επιμείνει στην αύξηση της φορολογίας προτείνοντας από την πλευρά της πάγωμα μισθών και αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στον δημόσιο τομέα. Πάντως ήδη το οικονομικό επιτελείο του Μπράουν έχει αφήσει να εννοηθεί ότι, εκτός από τους «εξαιρετικά ευαίσθητους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης,θα πρέπει να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις» στην κατεύθυνση της περιστολής των δημοσίων δαπανών. Το «αόρατο χέρι» των περιώνυμων αγορών κινεί ξανά τα νήματα της πραγματικής οικονομίας: «Μην έχετε καμία αμφιβολία. Θα κάνουμε αυτά τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να πράξουμε και θεωρώ ότι οι αγορές θα μας δείξουν εμπιστοσύνη» δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο βρετανός υπουργός Οικονομικών.