Τη δυνατότητα να βγουν κερδισμένοι από τις σχέσεις τους με τις τράπεζες έχουν τα νοικοκυριά χρησιμοποιώντας έξυπνους τρόπους για την εξοικονόμηση σημαντικών ποσών μηνιαίως σε μια περίοδο που τα πραγματικά εισοδήματα πιέζονται λόγω της κρίσης και των έκτακτων μέτρων της κυβέρνησης για τη μείωση του ελλείμματος. Η τρέχουσα συγκυρία είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για όσους συναλλάσσονται με τα πιστωτικά ιδρύματα και δεν έχουν καθυστερήσει στο παρελθόν την εξόφληση των υποχρεώσεών τους, διαθέτουν ρευστότητα που μπορούν να δεσμεύσουν για ένα βραχυπρόθεσμο τουλάχιστον διάστημα ή έχουν πάρει πριν από το 2009 στεγαστικό δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου.

Οι καταναλωτές με ένα ή περισσότερα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά μπορούν να κερδίσουν αρκετά ευρώ σε μηνιαία βάση, με τα οποία μπορούν να κλείσουν άλλες «τρύπες» ή να καλύψουν αυξήσεις στο κόστος διαβίωσης, όπως π.χ. η άνοδος των τιμολογίων της ΔΕΗ, που δεν μπορεί να αποφευχθεί. Οπως επισημαίνουν τραπεζικοί, μπορεί το κόστος δανεισμού να παραμένει σε υψηλά επίπεδα λόγω των προβλημάτων που ξεκινούν από τη χονδρική αγορά χρήματος και καταλήγουν στη λιανική, το γεγονός όμως ότι έχουν μειωθεί τα ευρωπαϊκά επιτόκια δημιουργεί διέξοδο σε χιλιάδες νοικοκυριά με οφειλές ώστε να ελαφρύνουν με διάφορους τρόπους τα χρέη τους προς τις τράπεζες.

Το βασικό επιτόκιο του ευρώ έχει υποχωρήσει από το 4,25% στο ιστορικό χαμηλό του 1% και το Εuribor τριών μηνών, με το οποίο είναι συνδεδεμένα τα περισσότερα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, έχει πέσει στο 0,65% από 5,40% πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Αμεσα κερδισμένοι από την εξέλιξη αυτή είναι όσοι αποπληρώνουν προγράμματα με κόστος δανεισμού το οποίο κινείται ανάλογα με τα παραπάνω δύο επιτόκια. Οι συγκεκριμένοι πελάτες έχουν σήμερα μια «χρυσή ευκαιρία» να περιορίσουν τα έξοδά τους πετυχαίνοντας ταυτόχρονα τη σημαντική μείωση των τόκων που καταβάλλουν.

Τα νοικοκυριά με τα μεγαλύτερα οφέλη από την πτώση των επιτοκίων που προκάλεσε η πιστωτική κρίση είναι αυτά που αποπληρώνουν στεγαστικά προγράμματα κυμαινόμενου επιτοκίου. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή που αφορά όσους έλαβαν τα προηγούμενα χρόνια δάνειο με επιτόκιο ΕΚΤ πλέον περιθωρίου 0,70%, που σημαίνει ότι στην παρούσα φάση το τελικό επιτόκιό τους φτάνει στο 1,82% (συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς του Ν. 12875 0,12%). Δηλαδή, για κάποιον που χρωστάει 100.000 ευρώ στην τράπεζα για δάνειο εναπομένουσας διάρκειας 20 ετών, η δόση έχει πέσει στα 500 ευρώ από 660 ευρώ τον Οκτώβριο του 2008. Πρόκειται για μια μείωση της δόσης της τάξεως του 25% μέσα σε μόλις ενάμιση χρόνο περίπου.

Τέσσερις λύσεις για να κερδίσετε
1. ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΤΟΥ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ
Ο δανειολήπτης, για να μειώσει τόσο τις μελλοντικές μηνιαίες δόσεις του στεγαστικού του όσο και τους συνολικούς καταβαλλόμενους τόκους, εκμεταλλευόμενος το σημερινό περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, έχει δύο επιλογές:

α) Πρώτον, να καταβάλει τη διαφορά από τη μείωση της δόσης σε έναν λογαριασμό έτσι ώστε να συγκεντρωθεί ένα κεφάλαιο το οποίο σε μερικά χρόνια θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση του ανεξόφλητου κεφαλαίου.

Τα χρήματα αυτά μπορούν να τοποθετηθούν σε ένα προϊόν συστηματικής αποταμίευσης μεσοπρόθεσμης διάρκειας που εξασφαλίζει υψηλά επιτόκια. Μετά την πάροδο π.χ. μιας πενταετίας ο δανειολήπτης μπορεί να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο πλέον τους τόκους για να μειώσει το χρέος και τη μηνιαία δόση του. Π.χ., με την κατάθεση σε έναν αποταμιευτικό λογαριασμό των 160 ευρώ σε μηνιαία βάση, έπειτα από πέντε χρόνια θα έχουν συγκεντρωθεί, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, τουλάχιστον 10.500 ευρώ. β) Δεύτερον, να συνεχίσει να καταβάλλει τη δόση που πλήρωνε πριν από τις μειώσεις των επιτοκίων ώστε να αποπληρώνει κάθε μήνα και ένα επιπλέον μέρος του κεφαλαίου που χρωστάει.

Δηλαδή, στο παράδειγμα που προαναφέρθηκε ο δανειολήπτης μπορεί είτε να φυλάει κάθε μήνα τα 160 ευρώ που εξοικονόμησε στη δόση του στεγαστικού του για μια μελλοντική έξτρα καταβολή ή να συνεχίσει να πληρώνει 660 ευρώ αντί των 500 ευρώ που του ζητάει η τράπεζα ώστε κάθε μήνα να πετυχαίνει μια μικρή μείωση της δόσης του. Και στις δύο περιπτώσεις απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η δυνατότητα ελεύθερων επιπλέον καταβολών χωρίς ποινή, κάτι που ισχύει στις περισσότερες συμβάσεις κυμαινόμενου επιτοκίου.

2. ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΡΕΩΝ ΣΕ ΕΝΑΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
Προσφορές εξακολουθούν να διαθέτουν οι τράπεζες στα προγράμματα αναχρηματοδότησης οφειλών από προϊόντα καταναλωτικής πίστης, οι οποίες όμως απευθύνονται σε καλοπληρωτές. Τα συγκεκριμένα δάνεια δίνουν τη δυνατότητα στα νοικοκυριά να μεταφέρουν το συνολικό τους χρέος σε έναν λογαριασμό με χαμηλότερο επιτόκιο και μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο χαμηλότερες μηνιαίες δόσεις.

Για να γίνει αντιληπτό το όφελος παρατίθεται ένα παράδειγμα: έστω ότι νοικοκυριό έχει λάβει χρηματοδότηση ύψους 25.000 ευρώ από τρεις διαφορετικές τράπεζες. Στην πρώτη τράπεζα πληρώνει μηνιαία δόση 99 ευρώ για προσωπικό δάνειο ύψους 3.000 ευρώ και συνολικής διάρκειας τριών ετών το οποίο έλαβε πριν από έναν χρόνο με επιτόκιο 11,50%. Το ανεξόφλητο κεφάλαιο μετά τον πρώτο χρόνο ανέρχεται σε 2.112 ευρώ. Στη δεύτερη τράπεζα πληρώνει μηνιαία δόση 430 ευρώ για καταναλωτικό δάνειο ύψους 20.000 ευρώ και συνολικής διάρκειας πέντε ετών το οποίο έλαβε πριν από δύο χρόνια με επιτόκιο 10,50%. Το ανεξόφλητο κεφάλαιο ύστερα από τα πρώτα δύο χρόνια ανέρχεται σε 13.226 ευρώ. Στην τρίτη τράπεζα πληρώνει ελάχιστη καταβολή 100 ευρώ για το υπόλοιπο της πιστωτικής του κάρτας, το οποίο ανέρχεται σε 2.000 ευρώ.

Συνολικά και στις τρεις τράπεζες πληρώνει μηνιαίως 630 ευρώ. Το νοικοκυριό αποφασίζει να «κλείσει» τους παραπάνω λογαριασμούς και να μεταφέρει τις οφειλές του, συνολικού ύψους 17.340 ευρώ, σε τοκοχρεολυτικό δάνειο με επιτόκιο 9% και εξόφληση σε έξι έτη. Σε αυτή την περίπτωση η τράπεζα στην οποία θα γίνει η μεταφορά θα αναλάβει την εξόφληση όλων των προηγούμενων οφειλών. Η μηνιαία δόση που καλείται να πληρώσει ο πελάτης θα ανέρχεται μηνιαίως στο ποσόν των 310 ευρώ έναντι 630 ευρώ που πλήρωνε συνολικά προς τις τρεις τράπεζες.

3. ΑΤΟΚΗ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΡΤΩΝ
Ελκυστικές προσφορές συνεχίζονται και στα προγράμματα μεταφοράς υπολοίπου στις πιστωτικές κάρτες, με τα οποία μπορεί κάποιος να εξοφλήσει όλα του τα χρέη σε κάρτες ακόμη και άτοκα. Το κέρδος για κάποιον ο οποίος χρωστάει 5.000 ευρώ και θέλει να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους του ανέρχεται σε 900 ευρώ σε διάστημα μόλις δύο ετών.

Αυτό επιτυγχάνεται με τη μεταφορά του συγκεκριμένου υπολοίπου του από τράπεζα σε τράπεζα, π.χ. ανά εξάμηνο, απολαμβάνοντας μηδενικό επιτόκιο. Καταβάλλοντας το ποσό των 200 ευρώ τον μήνα ο οφειλέτης θα έχει εξοφλήσει τις 5.000 ευρώ μέσα σε περίπου δύο χρόνια (25 μήνες) χωρίς να έχει πληρώσει ούτε ένα ευρώ σε τόκους. Αυτό βέβαια ισχύει με την προϋπόθεση ότι θα απαλλαγεί σε όλες τις περιπτώσεις από την ετήσια συνδρομή. Επίσης υπάρχουν προγράμματα μεταφοράς υπολοίπου τα οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα έχουν πολύ χαμηλό σταθερό επιτόκιο- στις περισσότερες περιπτώσεις κάτω από το 5%.

4. ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΕΩΝ ΣΕ ΕΝΑΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
Παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση των αποδόσεων των καταθετικών λογαριασμών, υπάρχουν ευκαιρίες στην εγχώρια αγορά που μπορεί ο καταναλωτής να εκμεταλλευτεί. Οπως συμβουλεύουν τραπεζικοί, σε κάθε περίπτωση το νοικοκυριό θα πρέπει να εκμεταλλευθεί στο έπακρον τη ρευστότητά του. Υπ΄ αριθμόν 1 συμβουλή αποτελεί η συγκέντρωση όλων των αποταμιεύσεων σε έναν λογαριασμό ώστε να λάβει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τόκο.

Εφόσον έχει τη δυνατότητα να δεσμεύσει χρήματα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να ερευνήσει τι προσφέρουν οι τράπεζες ώστε να εξασφαλίσει την υψηλότερη δυνατή απόδοση σε προθεσμιακή κατάθεση. Αν, π.χ., μια οικογένεια διαθέτει 25.000 ευρώ, θα πρέπει να διατηρήσει σε έναν και μοναδικό λογαριασμό ταμιευτηρίου το κεφάλαιο κίνησης που χρειάζεται, π.χ. 3.000 ευρώ, και τα υπόλοιπα 22.000 ευρώ να τα τοποθετήσει σε προθεσμιακό. Με αυτόν τον τρόπο θα μεγιστοποιήσει το όφελος από τις καταθέσεις της.

Το μυστικό είναι να συγκεντρώνει τα κεφάλαιά της σε λίγους λογαριασμούς ώστε να διεκδικεί και υψηλότερο επιτόκιο. Στο προηγούμενο παράδειγμα οι καταθέσεις μπορούν να αποφέρουν ως και 550 ευρώ τον χρόνο, τα οποία μπορούν να κατευθυνθούν σε διάφορα έξοδα.