«TΑF» (από το Τhe Αrt Foundation) είναι ένας πολυχώρος στην οδό Νορμανού στο Μοναστηράκι. Μια παλιά αθηναϊκή αυλή που ανακαλεί εικόνες παπαδιαμάντειου ύφους- μια αυλή των θαυμάτων – και γύρω γύρω δωμάτια, μαγικά κουτιά στην κυριολεξία, που λειτουργούν σαν γκαλερί ή σαν σκηνές για περφόρμερ. Εβρεχε την περασμένη Κυριακή και κάτω από την τέντα που σκεπάζει την αυλή, το κλίμα των συνενοχών ήταν, εκτός από υγρό, και πολύ εύφορο. Και για να μην παρεξηγούμαι, εννοώ τις συνενοχές μιας αθηναϊκής urban (αστεακής) κουλτούρας που ψάχνει με ειλικρίνεια τα κείμενα και την παράδοση της πόλης, χωρίς να είναι καθόλου στο περιθώριο, κι ας μην υπάρχει στα λεγόμενα μαζικά μέσα ενημέρωσης- αυτιστικά έτσι κι αλλιώς.
Εκεί, σε έναν από τους χώρους του ΤΑF, το θέαμα «Graveyard Cafe Βand, Ιn extremis», μια παραγωγή της ομάδας Πασπαρτού, μας δείχνει ότι η πόλη μας είναι μοντέρνα γιατί ζει με τις υποψίες της και ψάχνει γι΄ αυτές. Το θέαμα, με μουσική και λόγο, στηρίζεται κυρίως στην ποίηση των θεωρουμένων ελασσόνων ποιητών του 19ου αιώνα που αποθέωναν, σε γλώσσα καθαρεύουσα κρουστή, τον θάνατο, το πένθος, τον θρήνο, τη μελαγχολία, τοποθετώντας τη δραματουργία τους σε καφενεία, ερημικές ακτές, νεκροταφεία, τοπία με κυπάρισσους, όπως σε εκείνους τους ρομαντικούς πίνακες του Αλφρεντ Μπέκλιν.
Το θέαμα είναι ποπ. Η ομάδα αναζητεί τις καταβολές μιας σημερινής ποπ κουλτούρας- όπως του γκόθικ, του πανκ, του ροκ, του emo- στην ποίηση του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου, του Αχιλλέως Παράσχου, του Σπυρίδωνος Βασιλειάδη, του Ιωάννη Καρασούτσα, χωρίς να αγνοούν όμως και τον Διονύσιο Σολωμό ή, στην άλλη άκρη, τον Κωστή Παλαμά. Το ποπ προϋποθέτει τη βιομηχανική αναπαραγωγή και φυσικά τα μέσα ενημέρωσης. Ο Αχιλλέας Παράσχος μπορεί να ήταν δημοφιλής στην εποχή του αλλά δεν ήταν ποπ κι ας ήξεραν όλοι τους στίχους του «Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου, ταχείαν/ ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην/ με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμμίαν». Αλλά η διερεύνηση της καταγωγής του ποπ πρέπει να φτάσει ως εκεί, στον 19ον αιώνα, κι είναι πραγματικά τολμηρή η προσέγγιση του σκηνοθέτη Γιάννη Σκουρλέτη.
Tρεις περφόρμερ πάνω στη σκηνή- δύο άντρες και μία γυναίκα, που τραγουδούν, απαγγέλλουν ή παίζουν μουσικά όργανα-, δύο μουσικοί κάτω από τη σκηνή με φυσικά όργανα και σύγχρονοι ψηφιακοί ήχοι από κομπιούτερ. Οι περφόρμερ, με τα κοστούμια και το μακιγιάζ, παραπέμπουν σε εικόνες της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Σίγουρα κάθε θεατής ανακαλεί στη μνήμη του τις δικές του αναφορές. Εγώ, τον Βαν Μόρισον, τον Κλάους Νόμι, τη Νίνα Χάγκεν, ακόμη και τον Τζόνι Ντεπ. Αλλά και εικόνες πιο παλιές. Κυρίως από τον εξπρεσιονιστικό τρόμο των αρχών του 20ού αιώνα, όπως τονιζόταν από το μακιγιάζ, από τη λευκή ωχρότητα των προσώπων.
Ενα θέαμα ποπ για τον θάνατο και τη μελαγχολία που όταν τελειώνει σου έχει δημιουργήσει ευφορία. Είναι μια ευφορία που προκαλείται από το χιούμορ της παράστασης και τον λεπτό σαρκασμό, πολύτιμα όπλα για να αντιμετωπίσουμε τη μελαγχολία της καθημερινότητας. Εκτός από τον Σκουρλέτη, οι άλλοι συντελεστές είναι ο Κώστας Δαλακούρας (υπέροχη μουσική), ο Δημήτρης Κανελλόπουλος (κείμενα) και οι ερμηνευτές Τάσος Αντωνίου, Φρόσω Ζαγοραίου, Θεμιστοκλής Καρποδίνης, Σαμψών Φύτρος, Αλέξανδρος Αντωνίου, Μαρίσα Αθητάκη. Από την περασμένη Κυριακή ξεφυλλίζω πιο συχνά την παλιά ανθολογία του Παπύρου με τους ελάσσονες ρομαντικούς ποιητές μας.