ΕΔΙΜΒΟΥΡΓΟ Η μελέτη τριών κοτόπουλων που γεννήθηκαν κατά το ήμισυ θηλυκά και κατά το ήμισυ αρσενικά δείχνει ότι το φύλο στα πτηνά προσδιορίζεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο σε σχέση με τα θηλαστικά. Τα αρσενικοθήλυκα κοτόπουλα, που ονομάζονται γυνανδρόμορφα, έδειξαν σε ερευνητές του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου ότι στο συγκεκριμένο είδος τα χρωμοσώματα και όχι οι ορμόνες οδηγούν στην ανάπτυξη του φύλου. Σχεδόν σε όλα τα θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, κατά την ανάπτυξη του εμβρύου γενετικοί παράγοντες προκαλούν τον σχηματισμό αρσενικών και θηλυκών γονάδων ανάλογα με τον συνδυασμό χρωμοσωμάτων του φύλου που φέρει το έμβρυο (ΧΥ για το αρσενικό και ΧΧ για το θηλυκό). Οι γονάδες στη συνέχεια εκκρίνουν ορμόνες που καθοδηγούν άλλα κύτταρα στο να αναπτυχθούν βάσει του ενός από τα δύο φύλα.
Τα συγκεκριμένα πτηνά, όμως, όπως αποδείχθηκε, είχαν εντελώς φυσιολογική… διπλή ταυτότητα σε ό,τι αφορά το φύλο. Το μισό τους, που ήταν κότα, αποτελούνταν από φυσιολογικά θηλυκά κύτταρα με θηλυκά χρωμοσώματα, ενώ το άλλο μισό, εκείνο του κόκορα, αποτελούνταν από φυσιολογικά αρσενικά κύτταρα με αρσενικά χρωμοσώματα.
Δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές είχαν εκτεθεί στις ίδιες ακριβώς ορμόνες, οι επιστήμονες συνειδητοποίησαν ότι τα κύτταρα αποκρίνονταν με βάση το χρωμοσωμικό προφίλ τους και όχι με βάση τις ορμόνες. Σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι πιθανό το φαινόμενο των γυνανδρόμορφων κοτόπουλων να αφορά και άλλα είδη πτηνών αλλά και κάποια είδη μαρσιποφόρων ή και ασπόνδυλων, όπως η δροσόφιλα.