Δεν είναι λίγες οι χώρες της ευρωζώνης που έχουν προβεί σε αναθεώρηση των ελλειμμάτων των προϋπολογισμών τους χωρίς να υποστούν συνέπειες, όπως πρόστιμα, για παράδειγμα.

Αυτό οφείλεται ως έναν βαθμό στη συμφωνία που έγινε το 1996 στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο στο Δουβλίνο. Τότε ελήφθη η απόφαση για επιβολή δυσβάσταχτων προστίμων σε κυβερνήσεις που θα έκαναν λάθη. Η συμφωνία αυτή, όπως ανέφεραν κορυφαίοι οικονομολόγοι, για ένα μικρό χρονικό διάστημα δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι η απειλή των προστίμων, δίκην «μπαμπούλα», θα ανάγκαζε τις χώρες-μέλη να ακολουθήσουν τους κανόνες για το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα. Μόνο που η συμφωνία αυτή δεν είχε αποτέλεσμα καθώς η ψευδαίσθηση που δημιούργησε, ότι δηλαδή θα μπορούσε να μεταβάλει τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών, κράτησε για μικρό χρονικό διάστημα.

Εναν χρόνο αργότερα οι ηγέτες της ΕΕ αποφάσισαν ότι το 1997 θα ήταν το κομβικό σημείο για την εφαρμογή του ευρώ, του σημερινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι αν όλες οι χώρες πληρούσαν τις προϋποθέσεις, τότε θα ξεκινούσε η εφαρμογή του.

Μόνο που κάτι τέτοιο δεν συνέβη, καθώς ο στόχος του 60% του δημόσιου χρέους δεν μπορούσε να επιτευχθεί. Για παράδειγμα, το Βέλγιο είχε χρέος ίσο με το 131% του ΑΕΠ του το 1995. Ετσι οι χώρες δέχθηκαν υπερβάσεις σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος, καθώς η ευρωζώνη ως σύνολο ποτέ δεν κατάφερε να εφαρμόσει το όριο του 60%. Αντ΄ αυτού, οι χώρες της Ευρώπης προσπάθησαν να επικεντρωθούν στον περιορισμό των ετήσιων ελλειμμάτων. Αυτό επιτεύχθηκε ως έναν βαθμό χάρη στις άδειες κινητής τηλεφωνίας που πούλησαν, όπως για παράδειγμα η Γαλλία.

Η Ελλάδα δεν κατάφερε να επιτύχει τους στόχους με την πρώτη. Το έλλειμμα ύψους 4% του 1997 δεν μπόρεσε καν να το πλησιάσει. Ακόμη και οι τεχνοκράτες αμφέβαλλαν για τα στατιστικά της χώρας μας. Περί τα τέλη του 1999, όταν η ΕΕ με ανυπομονησία προσπαθούσε να διαμορφώσει την ευρωζώνη, δεν έδωσε μεγάλη σημασία στους αριθμούς. Τα στοιχεία του 1998 για την Ελλάδα ήταν καλύτερα και έτσι οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συμφώνησαν ότι η Ελλάδα πληρούσε τις προϋποθέσεις. Μια περικοπή του ελλείμματος στο 2,5% του ΑΕΠ και μια πρόβλεψη για 1,9% το 1999 ήταν αρκετές για να μπορέσει η Ελλάδα να ενταχθεί στην ευρωζώνη.

Από τις 11 χώρες που εισήλθαν αρχικά στην ευρωζώνη με βάση τα στοιχεία τους για το 1997 μόνο τρεις- η Ισπανία, η Γαλλία και η Πορτογαλία- αργότερα αναθεώρησαν τα ελλείμματά τους πιο πάνω από το 3%. Μάλιστα η αναθεώρηση του ελλείμματος της Γαλλίας στο 3,3% έγινε μόλις πριν από τρία χρόνια, το 2007.

Ακόμη από τις 12 αρχικές χώρες της ευρωζώνης όλες, εκτός από το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τη Φινλανδία, έχουν κάνει υπέρβαση του προϋπολογισμού τους, τουλάχιστον μία φορά. Υστερα όμως από πολιτικές πιέσεις οι κανόνες έγιναν πιο ελαστικοί.

Αυτό συνέβη μετά την «κωμικοτραγική» ιστορία της Ελλάδας αναφορικά με το έλλειμμα του 2003. Τον Μάρτιο του 2004 η Ελλάδα ανέφερε ότι το έλλειμμά της για το 2003 ήταν 2,6 δισ. ευρώ, ήτοι το 1,7% του ΑΕΠ. Βέβαια το πάρτι κράτησε λίγο, διότι το πραγματικό έλλειμμα ήταν 3,2%. Επειτα όμως από τέσσερις μήνες ήταν 4,6%, καθώς η Ελλάδα δεν περιέλαβε στον προϋπολογισμό δαπάνες στρατιωτικού εξοπλισμού, ενώ υπερεκτίμησε έσοδα από κοινωνική ασφάλιση.

Μάλιστα, όπως αναφέρουν κορυφαίοι οικονομολόγοι, η Ελλάδα απέτυχε να ενσωματώσει στο σκεπτικό της τη λογική της ευρωζώνης, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά δημοσιονομική πειθαρχία.