Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων αγροτικών κινητοποιήσεων ακούσαμε μια σειρά θέματα σχετικά με τις εξελίξεις και το μέλλον της αγροτικής και ευρύτερα της εθνικής μας οικονομίας. Δεν ακούσαμε όμως τίποτα γι΄ αυτό της φορολόγησης του αγροτικού εισοδήματος.
Οι έλληνες αγρότες φορολογούνται με βάση μια μέθοδο αντικειμενικού προσδιορισμού του αγροτικού εισοδήματος. Θεωρητικά τουλάχιστον, υπάρχει και η δυνατότητα υπολογισμού του εισοδήματός τους με βάση βιβλία εσόδων.
Για όλους τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι γνωστό ότι οι κατ΄ έτος αντικειμενικές ανακοινωνόμενες τιμές είναι εξαιρετικά χαμηλότερες του πραγματικού ανά στρέμμα ή ζώο πραγματοποιούμενου καθαρού εισοδήματος. Τα στοιχεία αυτά είναι διαθέσιμα στον καθένα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Επιπρόσθετα όμως, την καλύτερη επιβεβαίωση αποτελεί η σχεδόν καθολική προσφυγή των αγροτών στο αντικειμενικό σύστημα και όχι στα πραγματικά στοιχεία των πωλήσεων και των δαπανών τους. Ειδικά μάλιστα, αν ισχύουν τα όσα κατά κόρον ακούσαμε κατά τη διάρκεια των αγροτικών κινητοποιήσεων για έσοδα που δεν καλύπτουν πλέον το κόστος παραγωγής, τότε προς τι η αποφυγή της χρήσης στοιχείων εξόδων – εσόδων για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος; Γιατί η μόνιμη και καθολική προσφυγή στο σύστημα αντικειμενικού προδιορισμού του;
Το ισχύον σύστημα διευρύνει και τις ενδοαγροτικές εισοδηματικές ανισότητες. Και αυτό γιατί οι συστηματικά χαμηλότερες αντικειμενικές τιμές υπολογισμού του εισοδήματος ευνοούν κυρίως τους «μεγάλους» αγρότες, αυτούς δηλαδή που παράγουν τις μεγάλες ποσότητες.
Η κατάργηση τέλος του αντικειμενικού συστήματος και η υποχρεωτική τήρηση βιβλίων εσόδων- εξόδων θα ωφελήσει τους καταναλωτές. Θα συμβάλει στο κλείσιμο της ψαλίδας των τιμών παραγωγού- καταναλωτή. Σήμερα, ισχύοντος του αντικειμενικού συστήματος, ο αγρότης, όταν πωλεί το προϊόν του στον έμπορο, εύκολα υπογράφει παραστατικά με μια πλασματικά υψηλότερη από την πραγματική τιμή πώλησης.
Πάνω σε αυτή την «ψεύτικη»- διογκωμένη τιμή ο έμπορος, βάζοντας το νόμιμο ποσοστό κέρδους, κερδίζει τελικά πολύ περισσότερα απ΄ ό,τι αν το κέρδος του υπολογιζόταν με βάση τη χαμηλότερη τιμή που στην πραγματικότητα αγόρασε από τον παραγωγό. Το τελικό κόστος το επωμίζεται φυσικά ο καταναλωτής.
Με αυτά τα δεδομένα οι έμποροι μπορούν να συνεχίζουν να υπερασπίζονται τη νομιμότητά τους, οι παραγωγοί να διαμαρτύρονται για την ψαλίδα στις τιμές και οι δύο μαζί να βολεύονται μια χαρά με το ισχύον φορολογικό σύστημα!
Ο κ. Στέλιος Κατρανίδης είναι καθηγητής, αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.