Σημαντικές επιβαρύνσεις θα προκύψουν σε όλους τους ενδιαφερόμενους αγοραστές αυτοκινήτων εργοστασιακής αξίας άνω των 17.000 ευρώ μετά την επιβολή φόρου πολυτελείας από την κυβέρνηση. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει επεξεργαστεί και δημοσιεύει «Το Βήμα», για ένα αυτοκίνητο που έχει εργοστασιακή αξία 17.000 ευρώ, δηλαδή πωλείται προς περίπου 30.000 ευρώ, με την επιβολή της νέας φορολογίας θα προκύψει πρόσθετη επιβάρυνση 2.000 ευρώ. Για εργοστασιακή αξία 22.000 ευρώ η επιπλέον επιβάρυνση θα είναι 2.500 ευρώ. Αυτό διότι ο φόρος πολυτελείας αντιστοιχεί στο 10% της εργοστασιακής αξίας και επ΄ αυτής υπολογίζεται και ο νέος αυξημένος ΦΠΑ 21%. Για αυτοκίνητα εργοστασιακής αξίας από 22.000 ευρώ ως 30.000 ευρώ ο φορολογικός συντελεστής πολυτελείας ανέρχεται σε 20%, ενώ για οχήματα εργοστασιακής αξίας άνω των 30.000 ευρώ ο συντελεστής είναι 30%. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων, «η ανάγκη λήψης έκτακτων φορολογικών μέτρων για την ενίσχυση της εθνικής οικονομίας είναι αναμφισβήτητη και όλοι οι φορείς πρέπει να συνταχθούν στην κατεύθυνση αυτή με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Ωστόσοη επιβολή φορολογίας στα μεσαία και μεγαλύτερα αυτοκίνητα δυστυχώς έρχεται σε αντίθεση με την επιδίωξη για αύξηση των φορολογικών εσόδων,αφού είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε αναλογικά μεγαλύτερη μείωση των πωλήσεων και άρα τελικά σε απώλεια δημοσιονομικών εσόδων». Ο ΣΕΑΑ υπενθυμίζει ότι η φορολογία στην αγορά και στη χρήση του αυτοκινήτου έχει δεχθεί συνεχείς αυξήσεις τους τελευταίους μήνες, ενώ πλέον το αυτοκίνητο καλείται να συνεισφέρει σχεδόν 9% των τακτικών εσόδων του προϋπολογισμού, ίσως το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Εναντι όλων αυτών και επίσης προς αποφυγή περαιτέρω συρρίκνωσης μιας αγοράς που απασχολεί πανελλαδικά περισσότερους από 30.000 εργαζομένους προτείνεται η επείγουσα επαναξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του μέτρου και σε κάθε περίπτωση η πολύ προσεκτική επιλογή των ορίων/κλιμακίων επιβολής του φόρου πολυτελείας.
Σημειώνεται για παράδειγμα ότι ο «πήχης» των 17.000 ευρώ χονδρικής αξίας για την επιβολή του φόρου σε καμία περίπτωση δεν διαχωρίζει τα «πολυτελή» αυτοκίνητα, αφού υφίστανται πολλές περιπτώσεις τέτοιων αυτοκινήτων, λιανικής αξίας περίπου 30.000 ευρώ, που καλύπτουν συνήθεις ιδιωτικές ανάγκες (π.χ. αυξημένοι χώροι για τη μετακίνηση οικογενειών, αυτοκίνητα ικανά για υπεραστική μετακίνηση κτλ.). Δεν πρέπει επίσης να υποτιμάται το γεγονός ότι η επιβολή φορολογίας 30% στα αυτοκίνητα μεγάλης αξίας δεν είναι η πρώτη που εφαρμόζεται σε αυτή την κατηγορία οχημάτων, αλλά έρχεται να προστεθεί στη φορολογία 50% του τέλους ταξινόμησης και στη φορολογία 21% ΦΠΑ, άρα οδηγεί σε συνολική φορολογία 101% επί της εισαγωγικής αξίας.
Ο Σύνδεσμος Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων επισημαίνει ότι πρέπει επειγόντως να τεθούν μεταβατικές διατάξεις για τη μη εφαρμογή του φόρου πολυτελείας στα αδιάθετα αποθέματα και στα αυτοκίνητα που τελούν υπό παραγγελία από πελάτες, ενώ άμεση διόρθωση χρειάζεται η εκ παραδρομής υπαγωγή στον νέο φόρο των αγροτικών αυτοκινήτων και των αυτοκινήτων των πολυτέκνων.