Αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου θα ισχύσουν οι περικοπές στους μισθούς και στα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων, και θα αφορούν τις μεικτές αποδοχές. Αυτό διευκρίνισε χθες ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνστα- ντίνου λέγοντας ότι «τα μέτρα θα ισχύσουν ωσότου, τουλάχιστον, η χώρα παραμείνει στη διαδικασία επιτήρησης». Πρόσθεσε δε, ότι πιθανές διορθωτικές κινήσεις θα εξεταστούν από την κυβέρνηση μετά την έξοδο της χώρας από τη διαδικασία της επιτήρησης και σε συνδυασμό με το νέο μισθολόγιο στο Δημόσιο.

Ο κ. Παπακωνσταντίνου είπε επίσης ότι «τα μέτρα που αποφασίστηκαν θωρακίζουν απολύτως τον στόχο για τη μείωση του ελλείμματος κατά τέσσερις μονάδες του ΑΕΠ το 2010 και απαντούν με τον πλέον πειστικό τρόπο στις αιτιάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στο κλίμα στις αγορές». Χαρακτήρισε τα μέτρα «δύσκολα αλλά αναγκαία γιατί κρίνεται η δυνατότητα της χώρας να μπορεί να δανείζεται ». Ο υπουργός πρόσθεσε ότι η Ελλάδα κάνει αυτά που πρέπει να κάνει και θα συνεχιστούν οι συζητήσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση και τους εταίρους τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες, για να υπάρξει και η απαιτούμενη στήριξη. Αφησε όμως ανοιχτό το ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο λέγοντας « ο Πρωθυπουργός είπε ότι δεν μπορεί να κλείνει όλες τις πόρτες. Προφανώς θέλουμε την κοινοτική αλληλεγγύη αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε εντελώς το θέμα του ΔΝΤ ».

Σύμφωνα με τον κ. Παπακωνσταντίνου, με τη μείωση του μισθολογικού κόστους στο Δημόσιο, το οποίο την τελευταία πενταετία είχε αυξηθεί κατά 40%, αποφεύχθηκαν οι δραστικές λύσεις, όπως η κατάργηση του 14ου μισθού. Σύμφωνα με τον υπουργό, η περικοπή κατά 30% του επιδόματος αδείας και των δώρων του Πάσχα και των Χριστουγέννων επιμερίζει σε όλο το έτος την απώλεια της αγοραστικής δύναμης των δημοσίων υπαλλήλων.

Εξάλλου η μείωση 7% των αποδοχών στις ΔΕΚΟ και στα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου έγινε διότι εκεί δεν υπάρχουν επιδόματα για να περικοπούν, ενώ το ύψος της περικοπής των συντάξεων στη ΔΕΗ και στον ΟΤΕ είναι θέμα των Ταμείων αυτών. Ο κ. Παπακωνσταντίνου προέβλεψε, ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα είναι εφέτος υψηλότερη από το μείον 0,3% που προέβλεπε ο προϋπολογισμός, αλλά δεν θα φθάσει στο ύψος των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δηλαδή στο 2%.