Μια χώρα που έγινε συντρίμμια. Χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Η μυρωδιά από τα εγκλωβισμένα κορμιά τους αλλά και τα ερείπια με τα οποία γέμισε η πόλη, έναν μήνα μετά, είναι ακόμη εδώ. Η λέξη ανοικοδόμηση θα αργήσει πολύ να προστεθεί στο αϊτινό λεξιλόγιο.
Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010, προσγείωση στο αεροδρόμιο του Πορτ-ο-Πρενς: Αμερικανοί πεζοναύτες περπατούν νωχελικά στον υπό δική τους κυριαρχία διάδρομο, με τα όπλα ανά χείρας. Εξαιτίας τους, όπως ενημερωθήκαμε από τον υφυπουργό Εξωτερικών Σπύρο Κουβέλη, δεν έδιναν άδεια προσγείωσης τις πρώτες ημέρες στο ελληνικό 747 διότι θα ήταν «βαρύ» και ίσως να χαλούσε τον «διάδρομό τους»! Αντίσκηνα καναδικού και αμερικανικού στρατού εκτείνονται δεξιά και αριστερά του. Κυανόκρανοι του ΟΗΕ, επίσης με τα όπλα στα χέρια. Και όμως, δεν βρίσκεσαι σε πόλεμο, αλλά σε αυτή την περιβόητη «μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση». Το προστατευόμενο περιβάλλον όμως τελειώνει εδώ. Από ’δώ και πέρα αρχίζει η δική τους πραγματικότητα. Ή την αντέχεις ή φεύγεις. Από Αγιο Δομίνικο όμως, γιατί από τον «δικό τους» διάδρομο δεν φεύγει κανείς.
Εμεινες; Αντεξέ το. Αντεξε τον πατέρα που έχει πίσω του τρία παιδιά και διάβασε την ταμπέλα: «Αυτή η οικογένεια πεινάει» – τι να απέγινε άραγε η μάνα; Αντεξε τη ζέστη και τη σκόνη από τα συντρίμμια. Αντεξε την κίνηση και κάνε λίγη ακόμη υπομονή. Οι κυανόκρανοι θα σταματήσουν την κίνηση και θα μπεις στη βιομηχανική ζώνη, εκεί δηλαδή όπου έχει στηθεί ο καταυλισμός με τα υπαίθρια ιατρεία των Ελλήνων Γιατρών του Κόσμου που δέχτηκαν να σε φιλοξενήσουν. Εδώ θα νιώσεις και πάλι προστατευμένος. Τώρα πιες λίγο νερό να ξαποστάσεις. Η Πέννυ, η σκωτσέζα αρχηγός της ελληνικής αποστολής με τα άπταιστα ελληνικά, σ’ το προσφέρει κρύο.
Εμεινες; Αυτή είναι η Ελευθερία. Δεν πρέπει να είναι πάνω από τριών ετών. Δεν ξέρουμε πώς βρέθηκε στον καταυλισμό, εμείς την «βαφτίσαμε» έτσι. Δεν έχει γονείς. Δεν ξέρουμε τι έχουν απογίνει. Τη φρόντιζε η πρώτη ελληνική αποστολή των Γιατρών του Κόσμου. Την παρέλαβε η δεύτερη. Μετά; Αντεξέ το. Ξέρεις πόσα παιδιά κυκλοφορούν εκεί έξω χωρίς γονείς; Πάνω στην ώρα εμφανίζεται το καμιονέτο. Δεν ξέρεις τι είναι; Είναι σαν αγροτικό με ένα κλουβί στην καρότσα. Ξεφορτώνει παιδιά. Είναι τα 25 παιδιά του ορφανοτροφείου που κατεδαφίστηκε. Τώρα μένουν τα μισά στον καταυλισμό με τις παράγκες από ελενίτ και πανιά, τις οποίες μόλις πέρασες. Ηρθαν για να φάνε όπως και κάθε μεσημέρι. Η Σαμάνθα μπαίνει στην εφηβεία και της αρέσουν τα δυτικά ρούχα σου – ναι, εκείνα τα παλιόρουχα που πήρες για να μην καταστρέψεις τα…καλά σου. Ακολούθησέ τη, σ’ το ζητάει.
Και μπαίνεις στο καμιονέτο. Τραγούδησέ τους; Τι; Το αλφάβητο στα γαλλικά. Γαλλική αποικία ήταν, και εσύ: «Α, μπε, σε, ντε, ε, εφ, ζε…». Κοίτα! Σε ακολουθούν. Συνέχισε να τραγουδάς. Είσαι Δυτικός, έχεις αποθέματα αγάπης και καλοσύνης να δώσεις στα ορφανά… Από πίσω σου κρέμονται γραπωμένοι από τον ουρανό του καμιονέτου οι τρεις υπάλληλοι του ορφανοτροφείου. Μπροστά έχει μπει η «μάμα», η αλλιώς η Γκλαζίζ, εκείνη που τους ζωγραφίζει, που παίζει μαζί τους, που τα βγάζει βόλτα για να ξεχαστούν. Αντεξες; Μπράβο! Τώρα όμως γύρνα πίσω, νυχτώνει. Δεν ακούς τη σειρήνα; Χτυπάει για σένα, τον Δυτικό. Σου υπενθυμίζει να επιστρέψεις στην ασφάλειά σου, γιατί νυχτώνει και τα πράγματα αγριεύουν.
Πίσω στον καταυλισμό είναι όλα αυτοματοποιημένα. Εφτασε το βραδινό από τους ινδούς σιχ μιας ανθρωπιστικής οργάνωσης που μαγειρεύει στο τέλος της ζώνης για όσους νοσηλεύονται στα ιατρεία που έστησαν οι Ελληνες Γιατροί του Κόσμου. Μόλις έφτασε επείγον περιστατικό: Είναι ένα κορίτσι 22 ετών. Είναι έγκυος δύο μηνών. Ο άνδρας της σκοτώθηκε στον σεισμό. Το ίδιο και οι γονείς και τα αδέλφια της. Ηταν έξω μόνη της τόσο καιρό. Μόλις είχε καταφέρει να βρει μια σκηνή. Νόμιζε ότι δεν έμενε κανείς. Οι ιδιοκτήτες επέστρεψαν την ώρα που αποκοιμιόταν. Τη χτύπησαν για να τη βγάλουν έξω. Αιμορραγεί. Χάνει το παιδί; Αστυνομικοί που βρήκε στον δρόμο την έστειλαν εδώ. Οι γιατροί σηκώνονται να τη δουν στο ιατρείο που έχει στηθεί. Είναι πια έμπειροι. Μπορεί και να μη λέει απολύτως την αλήθεια.
Πίσω, ο Γιάννης, ο θεσσαλονικιός γιατρός από το Νοσοκομείο της Λήμνου, ο οποίος ζήτησε άδεια για να ακολουθήσει την αποστολή των Γιατρών του Κόσμου, ψάχνει ένα γλυκό να δώσει στον μικρούλη Αϊτινό, το δάχτυλο του οποίου αναγκάστηκε να ακρωτηριάσει χθες. «Είχε γάγγραινα. Πίστευα ότι θα το σώσω, αλλά όσο έκοβα… Είχε την ηλικία του γιου μου, ρε γαμώ το, μωρό παιδί. Εχεις κάτι γλυκό;».
Ο Μάριος, ο 30χρονος εθελοντής γιατρός από την ομάδα της Κύπρου, δείχνει από τη φωτογραφική του μηχανή το ωραιότερο έργο της ημέρας του. Είναι η χηλοειδής ουλή μιας 20χρονης Αϊτινής που ξεκινάει από το αφτί και καταλήγει στο στόμα. Δεν έγινε τώρα. Πριν από δύο χρόνια επιχείρησε να χωρίσει δύο άνδρες που τσακώνονταν και τη μαχαίρωσαν. Εμαθε όμως ότι έφτασαν γιατροί που θεραπεύουν δωρεάν. «Ντρεπόταν για το πρόσωπό της και έριχνε τα μαλλιά της μπροστά. Εντάξει, δεν ήταν θύμα του σεισμού, αλλά μπορείς να την αφήσεις έτσι;».
Το επόμενο πρωί φεύγουμε μαζί τους. Εχουν ανακαλύψει την περιοχή Καρφούρ Φέιγ με τους εκατοντάδες καταυλισμούς και έχουν στήσει ένα ιατρείο στην είσοδο του ορφανοτροφείου των καλογραιών. Η διαδρομή ως το ορφανοτροφείο είναι σουρεαλιστική. Οπου και αν πέσει το βλέμμα σου, αχανείς καταυλισμοί αστέγων που άφησε πίσω του ο σεισμός. Ο,τι και αν ήξερες για την Αϊτή, όσο καλά και αν είχες ενημερωθεί προτού φτάσεις, αυτό που τελικά αντικρίζεις ξεπερνά κάθε φαντασία. Στα πεζοδρόμια απλώνουν την πραμάτεια τους. Φρούτα, σαπούνια, ρούμι, λαϊκή τέχνη, χάπια. Να τα αγοράσει ποιος;
Η αδελφή Μαρία μάς υποδέχεται με τα χέρια ανοιχτά. Το ορφανοτροφείο στεγάζεται σε οίκημα που τους κληροδότησε κάποια εύπορη γιαγιά. Είναι καλό, αλλά τα παιδιά τους τα κοιμίζουν σε σκηνές στην αυλή. Τουλάχιστον ώσπου να έρθουν οι βροχές που περιμένουν σε έναν μήνα. Αυτές οι λυτρωτικές βροχές που θα ξεπλύνουν τους δρόμους από τη μυρωδιά του θανάτου.
Μας συνοδεύει στους γύρω καταυλισμούς. Μαζί της δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε. Την ξέρουν, τους βοηθά. Η πόρτα της έπαυλης των εύπορων ιδιοκτητών που εγκατέλειψαν την κατεστραμμένη γη και έτσι βρήκαν χώρο να μείνουν οι πληβείοι ανοίγει. Δυο νεαρές γυναίκες πλένουν σε μια λεκάνη ρούχα με εκείνες τις πλάκες σαπουνιού που πωλούν κατά χιλιάδες στους δρόμους. Λίγο πιο κάτω και έξω από το αντίσκηνο, μια άλλη γυναίκα έχει σηκώσει την μπλούζα της, με το ένα χέρι κρατάει το νεογέννητο παιδί της στον ένα μαστό και με το άλλο τρίβει τον δεύτερο για να κατεβάσει γάλα. Πώς; Με το λιγοστό ρύζι που ίσως εξασφαλίσει σήμερα και το ένα ποτήρι νερό που δικαιούται κατ’ αντιστοιχία σε πλαστικό σακουλάκι;
Παραμέσα, νέες μητέρες μάς επιδεικνύουν τα παιδιά του Εγκέλαδου. Βρέφη επτά, δέκα ημερών, σαν ποντικάκια. «Ετσι γεννιούνται τα παιδιά εδώ» θα μας πει η Κωνσταντίνα, η 30χρονη κύπρια γιατρός που άφησε το δικό της μωρό για να βρεθεί εδώ.
Οι δρόμοι εδώ πάνω έχουν μεγάλη κλίση. Τα παπούτσια της αδελφής Μαρίας δεν βοηθούν, αλλά εκείνη συνεχίζει. Θέλει να μας πάει παραπάνω, να δούμε όλους τους καταυλισμούς. Οι δρόμοι εδώ έχουν καταστραφεί και η βοήθεια δεν φτάνει. «Εδώ που πατάς είναι θαμμένοι άνθρωποι» μας λέει ένας πιτσιρικάς που σκάβει με τους φίλους του στα ερείπια ενός κτιρίου. Πιο δίπλα ο 12χρονος Μάρκους με το χαμηλωμένο βλέμμα μαθαίνει τους υπόλοιπους της παρέας πώς να πετούν τους αυτοσχέδιους χαρταετούς που έφτιαξαν με σκουπίδια. «Σκουπίδια» είναι στη γλώσσα των Δυτικών οι περιουσίες που κρύβονται κάτω από τα ερείπια. Και κάποιοι θα διακινδυνεύσουν ακόμη και την ίδια τους τη ζωή για να τα βγάλουν. Κάπως έτσι καταπλακώθηκαν χθες στην περιοχή Ντελμά οι οκτώ πλιατσικολόγοι σε εκείνο το σουπερμάρκετ.
Χτυπάμε την πόρτα για να μπούμε από… την ταράτσα. Δεν μας ανοίγουν. Ενας περαστικός τούς φωνάζει: «Είναι δημοσιογράφοι. Ανοίξτε. Πρέπει να μάθει ο κόσμος τι μας συμβαίνει». Ο φύλακας ανοίγει μια χαραμάδα. Είμαστε Ελληνες, καλό διαβατήριο. Μέσα δουλεύει ένας εκσκαφέας και τρεις άνδρες επιτηρούν από απόσταση. Ο Μεΐρ, ο Σερζ και ο Ζορζ ανήκουν… ανήκαν, για την ακρίβεια, γιατί εδώ οι τάξεις έχουν μπερδευτεί, στη μεσαία τάξη. Ρωτάμε για τους εγκλωβισμένους. Θυμώνουν. «Δουλεύουμε εδώ από την επομένη του σεισμού. Εκεί κάτω υπάρχουν δεκάδες άνθρωποι θαμμένοι. Χθες και σήμερα μόνο βγάλαμε οκτώ. Αυτοί που πέθαναν με τη χθεσινή κατεδάφιση είναι οι “αρουραίοι” που κυνηγάμε όσες ημέρες δουλεύουμε. Εμείς σκάβουμε από ’δώ και εκείνοι ορμούν από τον δρόμο. Μας θεωρούν εχθρούς τους γιατί ανήκουμε στη μεσαία τάξη» λέει ο Μεΐρ με το όπλο στη ζώνη. «Εχω άδεια οπλοκατοχής. Πάντα κουβαλούσα μαζί μου το όπλο μου. Τώρα, ένας λόγος παραπάνω. Εδώ έχω έρθει ως εθελοντής. Αναζητώ τους φίλους μου, την κόρη του» λέει και δείχνει έναν 55χρονο άνδρα που στέκεται πίσω του. «Τον βλέπεις αυτόν; Είναι εδώ από την πρώτη ημέρα και περιμένει να βγάλουμε την κόρη του». Ο Μεΐρ, χθες που κατέρρευσε το ούτως ή άλλως γκρεμισμένο κτίριο, δούλευε στον εκσκαφέα. Τον ρούφηξε η γη. Βγήκε. «Θες να δεις γιατί θυμώνω; Πάρε μια μάσκα και έλα μαζί μου μέσα». Μας περνάει μπροστά από τα καλυμμένα με λευκούς μουσαμάδες πτώματα που έχουν εντοπίσει. Μας βάζει μέσα. Πατάμε σε συντρίμμια. Μυρίζει. Σκύβουμε για να περάσουμε από τα ελάχιστα εκατοστά που μας επιτρέπει το δοκάρι. Τώρα μυρίζει πολύ. Μου έρχεται εμετός. Κλείνω με τα δάχτυλα τη μύτη μου. «Εχεις φακό; Βλέπεις εκεί ένα πόδι; Ηταν ο άνδρας που έκοβε τα αλλαντικά. Κανείς δεν πρόλαβε να βγει από ’δώ. Εγώ όμως πρέπει να τους βγάλω και να τους παραδώσω στις οικογένειές τους για αναγνώριση. Πώς να το κάνω, όταν όλοι αυτοί εδώ ορμούν για να κλέψουν; Στην κατάσταση που βγάζουμε τα κορμιά τους, δεν αναγνωρίζονται. Χρειαζόμαστε τα κοσμήματα που ίσως φορούσαν, τα πορτοφόλια τους, για να παραδώσουμε κάτι στις οικογένειές τους. Ενα πτώμα, αλλά τουλάχιστον με ταυτότητα»…
Ξημερώνει η 12η Φεβρουαρίου, ένας μήνας μετά των βιβλικών διαστάσεων σεισμό της 12ης Ιανουαρίου. Οι αϊτινοί μεταφραστές που δουλεύουν στον καταυλισμό έχουν ζητήσει άδεια από την Πέννυ Πέιτζ και τον Χρήστο Αγγελίδη των Γιατρών του Κόσμου. Εχουν τριήμερη αργία με νηστεία ως τις έξι το απόγευμα. Τα λιγοστά σκαφτικά μηχανήματα που δουλεύουν όλον αυτόν τον καιρό θα σταματήσουν. «Πάμε να βγάλεις εισιτήριο για το λεωφορείο προς Αγιο Δομίνικο» μου λέει ο Μισέλ Λεμπράν, ο αϊτινός οδοντίατρος, αδελφός του επίτιμου προέδρου της Αϊτής στην Αθήνα, μέλος της δυτικής οργάνωσης Εθελοντές Οδοντίατροι.
«Πώς φαντάζεστε το μέλλον;» τον ρωτώ. «Πέθαναν φοιτητές, μαθητές, καθηγητές. Πέθανε το μέλλον» λέει και ξεσπά, τον πιάνουν τα κλάματα. «Συγγνώμη, κορίτσι μου, δεν θέλω να σε στενοχωρώ. Μου ήρθαν όμως στο μυαλό εικόνες, τα κατεστραμμένα πρόσωπα των παιδιών που έβγαζαν από τα συντρίμμια. Αυτό ήταν το μέλλον. Ακόμη και αν ισχυριστούμε ότι τα είχαμε καταφέρει τα τελευταία χρόνια, ότι είχαμε φτάσει στο 0,3, τώρα γυρίσαμε κάτω από το μηδέν. Είπε ο Ομπάμα ότι θα βοηθήσει. Πώς να βοηθήσει; Και αυτοί δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα; Σάμπως μετά τον Κατρίνα ασχολήθηκε κανείς; Ετσι θα μας ξεχάσουν και εμάς…».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 488, σελ. 46-51, 21/02/2010.