Τρία στα τέσσερα κτίρια της χώρας, δηλαδή 3.000.000 κτίρια από τα περίπου 4.000.000 κτίρια σε όλη την Ελλάδα, είναι παλαιά και χρειάζονται προσεισμική ενίσχυση. Πρόκειται για κτίρια που κατασκευάστηκαν πριν από το 1985, με παλαιούς αντισεισμικούς κανονισμούς ή και χωρίς αντισεισμικό κανονισμό. Ιδιαίτερα ευάλωτα θεωρούνται τα κτίρια με πιλοτή.
Εκτιμάται ότι τα προ του 1985 κτίρια πρέπει να ενισχυθούν ώστε να είναι εφάμιλλα των καινούργιων κτιρίων, προκειμένου να μην υπάρχουν πολίτες δύο ταχυτήτων στη χώρα, δηλαδή αυτοί που κατοικούν σε ασφαλή κτίρια και εκείνοι που κατοικούν σε λιγότερο ασφαλή.
Βασικό εμπόδιο αποτελεί το υψηλό κόστος που απαιτείται για την αντισεισμική ενίσχυση των υφισταμένων κτιρίων, το οποίο, κατά τους ειδικούς, πλησιάζει το 10% της αξίας του κτιρίου. Πάντως ένα στα τέσσερα κτίρια είναι καινούργιο και σχετικώς πιο ασφαλές σε πιθανό χτύπημα του Εγκέλαδου. Η αντίστοιχη αναλογία για τα δημόσια κτίρια είναι ένα στα τρία, ενώ στα σχολεία ένα στα δύο είναι καινούργιο. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα έχει καλό ρυθμό ανανέωσης κτιρίων. Τα στοιχεία προκύπτουν από τη μελέτη που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Εθνικού Προγράμματος Αντισεισμικής Ενίσχυσης Υφισταμένων Κτιρίων (ΕΠΑΝΤΥΚ), το οποίο υλοποιείται από το ΤΕΕ σε συνεργασία με το υπουργείο Εσωτερικών και την ΚΕΔΚΕ.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, η ασφάλεια των κτιρίων αποτελεί συνάρτηση της ποιότητας κατασκευής τους, του εδάφους στο οποίο θεμελιώθηκαν και του είδους του πιθανού σεισμού. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στον σεισμό της Πάρνηθας του 1999 είχαμε 143 θανάτους, 400 τραυματισμούς και 31 κτίρια που κατέρρευσαν, ενώ σοβαρές ζημιές σημειώθηκαν σε περίπου 200.000 κτίρια, παρά το γεγονός ότι ο κύριος σεισμός ήταν 5,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Είχε όμως πολύ μεγάλη επιτάχυνση, η οποία και θεωρήθηκε υπεύθυνη για τις καταρρεύσεις κτιρίων.
Ε ιδικότερα, περίπου 5.000 κτίρια της Αττικής επλήγησαν ανεπανόρθωτα από τον καταστροφικό σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 και κρίθηκαν κατεδαφιστέα από τον δευτεροβάθμιο έλεγχο των συνεργείων του τότε ΥΠΕΧΩΔΕ. Αλλα περίπου 60.000 κτίρια χρειάζονταν σοβαρές επισκευές, ενώ ελαφρότερες επισκευές χρειάζονταν περίπου 140.000 κατοικίες στο Λεκανοπέδιο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι ζημιές των κτιρίων ξεπέρασαν κάθε αρχικό υπολογισμό, αφού υπήρξαν σοβαρές ζημιές και στο κέντρο της Αθήνας.
Ενώ το ΤΕΕ, μέσω του ΕΠΑΝΤΥΚ, που ξεκίνησε πριν από 10 χρόνια με πρωτοβουλία και δαπάνες του ΤΕΕ και με επιστημονικό υπεύθυνο τον ομότιμο καθηγητή του ΕΜΠ κ. Θεοδόσιο Τάσιο, καταβάλλει προσπάθεια να ενημερωθούν οι πολίτες για την αντισεισμική ενίσχυση των κτιρίων τους, είναι αμφίβολο αν και με ποιον τρόπο έγιναν οι αναγκαίες επισκευές στα κτίρια της Αθήνας που επλήγησαν από το χτύπημα του Εγκέλαδου, αφού οι αρμόδιοι υπάλληλοι του αρμόδιου υπουργείου και της Πολεοδομίας δεν υποχρεούνται εκ του νόμου να ελέγξουν αν έγινε και με ποιον τρόπο η επισκευή.
Για τον έλεγχο των κτιρίων σε όλη τη χώρα, το ΤΕΕ απέστειλε προς τους 1.034 ΟΤΑ της επικράτειας ολοκληρωμένα στοιχεία σε ηλεκτρονική μορφή ως βάσεις δεδομένων για τη σεισμική διακινδύνευση των κτιρίων της περιοχής τους ανά οικοδομικό τετράγωνο. Ταυτόχρονα προωθούνται μέτρα για την εξυγίανση και αναδιάρθρωση του κατασκευαστικού τομέα, με αιχμή την τοποθέτηση «πράσινου κουτιού» στις οικοδομές, τον αναγκαίο έλεγχο μελετών και εφαρμογής τους, καθώς και επιθεωρήσεις συντήρησης στις παλαιές και νέες κατασκευές.
Οπως έχει τονίσει ο κ. Τάσιος, ανακύπτουν νομικά, διοικητικά και χρηματοδοτικά θέματα για την ενίσχυση των κτιρίων. Ενα από αυτά είναι και οι πολυκατοικίες με τους πολλούς συνιδιοκτήτες, όπου όλοι πρέπει να συμφωνήσουν για να προχωρήσουν οι όποιες εργασίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης του ΤΕΕ, από το σύνολο των 3.990.512 κτιρίων στη χώρα, το 77% χρησιμοποιείται για κατοικία. Στην Αθήνα το ποσοστό ανεβαίνει στο 83% και στη Θεσσαλονίκη στο 88%. Από το σύνολο των κτιρίων στην Αθήνα, το 5% διαθέτει πιλοτή, ενώ στη Θεσσαλονίκη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 36%. Τα κτίρια αυτά χρειάζονται περαιτέρω ενίσχυση.
Π ερίπου τα 80.000 δημόσια κτίρια σε όλη τη χώρα, δηλαδή σχολεία, νοσοκομεία και δημόσιες υπηρεσίες, πρέπει να ελεγχθούν βάσει προγράμματος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), το οποίο ξεκίνησε το 2001. Ως σήμερα έχουν ελεγχθεί λιγότερα από 6.000 κτίρια.
«Στην Ελλάδα έχουμε τέσσερις κατηγορίες κτιρίων:Αυτά που κτίστηκαν προ του 1959, χωρίς κανένα αντισεισμικό κανονισμό.Τα κτίρια της περιόδου 1959-1964, που κτίστηκαν με ανεπαρκή αντισεισμικό κανονισμό.Τα κτίρια από το 1985 ως το 2000 που κτίστηκαν με καλύτερο αντισεισμικό κανονισμό. Και τα κτίρια μετά το 2000,που θεωρούνται τα πλέον ασφαλή» εξήγησε μιλώντας στο «Το Βήμα» ο πρόεδρος του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδος (ΣΠΜΕ) κ. Νίκος Ζυγούρης. Και πρόσθεσε ότι λόγω αλλαγής των αντισεισμικών συντελεστών, τρωτά μπορούν να θεωρηθούν τα κτίρια που κτίστηκαν πριν από το 1984 και ειδικότερα όσα έχουν πιλοτή. Ωστόσο, είπε, δεν σημαίνει ότι τα προ του 1984 κτίρια είναι επισφαλή. Απλώς πρέπει να ελεγχθούν και ενδεχομένως να ενισχυθούν. Γιατί εκτός από την αλλαγή του αντισεισμικού κανονισμού υπάρχει και η φυσιολογική φθορά των κτιρίων, δηλαδή η γήρανση των υλικών. Η αντισεισμική ενίσχυση μπορεί να προσθέσει χρόνο ζωής στην οικοδομή, ενώ το κόστος ποικίλλει ανάλογα με την κατάσταση του κτιρίου, τη συντήρησή του ή τις παρεμβάσεις που έγιναν. «Οι πολίτες πρέπει να προσέχουν και αν διαπιστώσουν έστω και παραμικρές ρωγμές,να τις αναφέρουν στον μηχανικό» λέει ο κ. Ζυγούρης. Και τονίζει ότι η πολιτεία πρέπει να δώσει κίνητρα για να προχωρήσει η αντισεισμική ενίσχυση, κάτι που μπορεί να συνδυαστεί με την ενεργειακή αναβάθμιση των οικοδομών. Και ανέφερε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν οι πλέον σύγχρονες προδιαγραφές αντισεισμικής ενίσχυσης.