Η κάποτε έφηβη συγγραφέας του «Ανοιχτού παράθυρου» και καλο-κακομαθημένη κόρη του γνωστού βιομηχάνου Αθανάσιου Μητρόπουλου της Σωληνουργείας Κορίνθου βγαίνει ξανά στο φως με ένα βιβλίο-παραδοχή του εθισμού της στην κοκαΐνη και – καθαρή πλέον – μας ξεναγεί στις σκιές της..
«Πάσχω από μια αρρώστια, την αρρώστια του εθισμού». Αυτή η φράση που συγκλονίζει οικογενειακά θεμέλια, ραγίζει καρδιές και σπάει ταμπού τρέχει στις σελίδες του τελευταίου βιβλίου της Ιρμης. Ενα ημερολόγιο απεξάρτησης που «ταράζεται» από στίχους του Καβάφη, διανθίζεται με προσωπικά γράμματα φίλων και αγαπητικών της γράφουσας και συμπληρώνεται από ένα παράρτημα με χρηστικές πληροφορίες γύρω από θέματα εθισμού. Η κοσμική Αθήνα αποφάσισε να το καλοδεχτεί λόγω ταξικής ταύτισης με τη συγγραφέα. Η αταξική κοινωνία των ουσιοεξαρτημένων το οικειοποιήθηκε λόγω θέματος. Κορίτσια και αγόρια με ίχνη άσπρης σκόνης στη μύτη ένιωσαν – τη γνωστή τους – ταχυπαλμία διαβάζοντάς το. Οι υπόλοιποι το πήραμε στα χέρια μας από αρρωστημένη περιέργεια, λαγνεία για τον πόνο του άλλου, ελπίδα ότι θα διαβάσουμε μια ιστορία με αίσιο τέλος.
Το βιβλίο-λάφυρο της Ιρμης, η έγγραφη απόδειξη ότι η νεαρή γυναίκα είναι πλέον «καθαρή», έγινε ο σοβαρός λόγος μιας ελαφριάς γιορτής που έγινε σε κοσμικό στέκι του Κολωνακίου ένα βράδυ του Νοεμβρίου, μοιράζοντας απλόχερα θέματα που οι δημοσιογράφοι λατρεύουμε να «παίζουμε». Τα ναρκωτικά στα «καλά σπίτια», την παραδοχή του μοιραίου σφάλματος, την εξαθλίωση αλλά και την έξοδο από αυτή. Ολα υπάρχουν στο «Πριν, μετά και λίγο ανάμεσα» και μας οδηγούν στο κατώφλι του σπιτιού της:
Δεν έχω πάει «διαβασμένη», δεν έχω ρίξει ούτε μια ματιά σε κίτρινα δημοσιεύματα και σε λουσάτα τετρασέλιδα προκειμένου να συνομιλήσω μαζί της χωρίς προκαταλήψεις. Η πόρτα ανοίγει και απέναντί μου δεν έχω έναν καταραμένο ποιητή, αλλά μια εντυπωσιακή πανύψηλη νεαρή γυναίκα (σ.σ.: το ανάστημά της το οφείλει στα γερμανικά γονίδια της γιαγιάς της, Ιρμγκαρτ). Το χέρι της ακουμπάει τρυφερά στην κοιλιά της και ξαφνικά το ξέρω. Περιμένει παιδί, αλλά αυτό δεν θα το συζητήσουμε. Μόνο που η αδιαθεσία της θα είναι λόγος για μερικές ολιγόλεπτες διακοπές.
Προαναγγελθέν χρονικό
Τα σκυλιά στον κήπο αλυχτούν. Ο Γιάννης, ο σύζυγός της, θα τα καθησυχάσει ενώ εμείς σπάμε τον πάγο κοιτώντας φωτογραφίες. Η Ιρμη ανάμεσα στις φίλες της, τη Ρίτα, τη Νατάσα, τη Μαρία, την Πέγκυ, την Νταίζη. Αλλού ποζάρει αγκαλιά με τον αδελφό της, τον Κωνσταντίνο, με τον οποίο σήμερα έχουν τον εκδοτικό οίκο Ισόρροπον. Πιο πέρα, μία ακόμη δερμάτινη κορνίζα πλαισιώνει το πρόσωπο της αγαπημένης αδελφής της. Χωμένες στην άκρη δυο-τρεις ασπρόμαυρες φωτογραφίες μαρτυρούν ένα παρελθόν με συγκρατημένα χαμόγελα. Μαμά, μπαμπάς και παιδιά ποζάρουν σπάζοντας ελαφρά τα χείλη. Κοιτάζω τη μητέρα της. Σπάνια ομορφιά, ένα κράμα Γερμανίας και Κρήτης, αμήχανο χαμόγελο, σκέψεις πίσω από το βλέμμα, ίσκιος βαρύς για μια κόρη. Η Ιρμη συνοδεύει τη στιγμή με έναν μονόλογο: «Με τη μαμά μου έχουμε γυρίσει με σακίδια σχεδόν όλη τη Λατινική Αμερική. Περού, Βολιβία, έχουμε πάει στον Αμαζόνιο μαζί. Μετά τη δύσκολη εφηβεία μου και πριν από τις ουσίες ήρθε η περίοδος της ανακωχής. Περνούσαμε ώρες με γέλια και “κοζερί”, ήταν και η αδελφή μου μαζί. Μου λείπουν αυτές οι στιγμές».
Η Ιρμη είναι η μικρότερη. Περιγράφει τον εαυτό της ως «ήσυχο αλλά απρόβλεπτο παιδί». Οταν η ατμόσφαιρα του σπιτιού βαραίνει, εκείνη χώνεται στο σπίτι του σκύλου. Καμιά φορά την παίρνει ο ύπνος εκεί. «Ο μπαμπάς μου ήθελε ακόμη ένα αγόρι. Υπακούοντας στην επιθυμία του δέχομαι να μου κόψουν τα μαλλιά. Το κλάμα το κόβω μόνη μου. Δεν είχα κλάψει από τα τρία μου ως τα τριάντα μου χρόνια». Και σήμερα ακόμη, μόλις της έρθουν δάκρυα στα μάτια κλείνεται πίσω από τις πόρτες του δωματίου της. «Ας μη μιλήσουμε για τα παιδικά μου χρόνια. Οταν αναρρώνεις πρέπει να κοιτάς το σήμερα, όχι το χθες. Δεν ωφελεί να ρίχνεις το φταίξιμο σε κάποιους για εδώ που έφτασες».
Στο κολέγιο δεν περνάει απαρατήρητη. Είναι μια μαυροντυμένη φιγούρα που στα διαλείμματα καταφεύγει στο δάσος για να καπνίσει ένα τσιγάρο και να γλιτώσει από την πολυκοσμία. «Δεν μπορώ τα πολλά πολλά». Αποφοιτώντας φεύγει για σπουδές Παιδαγωγικής και Γλωσσολογίας στο Λονδίνο. Στο σπίτι κυκλοφορούν μικρά «σκονισμένα» καθρεφτάκια, αλλά και χάπια LSD και ecstasy. Ο αγαπημένος της, που σπουδάζει επίσης στην Αγγλία αλλά βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά από το Λονδίνο, δεν μπορεί να κάνει τίποτε. «Μη φαντάζεσαι ένα ρεμάλι. Δεν είχα εγκαταλείψει τις σπουδές μου, είχα ήδη εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο και έγραφα το δεύτερο, ενώ έστελνα και κείμενα σε ελληνικά περιοδικά». Επιστρέφοντας από το Λονδίνο πιάνει δουλειά σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία και στη συνέχεια αναλαμβάνει τις δημόσιες σχέσεις της οικογενειακής επιχείρησης, της Σωληνουργείας Κορίνθου. Από τη χρήση έχει περάσει στην κατάχρηση και δεν έχει κλείσει ούτε τα τριάντα της χρόνια.
Σκοτεινός θάλαμος
«Πίνεις επειδή δεν αντέχεις κάτι, όχι γιατί είσαι ένα κακομαθημένο κωλόπαιδο. Ο κόσμος θεωρεί τον εθισμό ασθένεια επιλογής. Δεν πίνεις επειδή όλα είναι ωραία, αλλά για να τα κάνεις ωραία. Ερχεται όμως η στιγμή που δεν σου αρέσει που πίνεις, που σκλαβώνεσαι. Δεν μπορείς να μην πιεις, αλλά και δεν μπορείς που πίνεις. Ζεις μια καθημερινή, ολοήμερη τρέλα» μου λέει και παίζει νευρικά με το μπουκάλι του νερού.
Τα πράγματα, όπως θα μου εξηγήσει, χειροτέρεψαν μετά το τραγικό δυστύχημα στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης στις 3 Απριλίου του 2003 – ημέρα των γενεθλίων της που σηματοδοτήθηκε από τον τραγικό θάνατο έξι εργατών. «Εκείνη την περίοδο άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου, αλλά δεν έδωσα σημασία. Εν τω μεταξύ έτρωγα όλο και πιο λίγο και κοιμόμουν ελάχιστα. Μια ημέρα, Ιούνιος ήταν, οδηγούσα στην Ποσειδώνος. Κάποια στιγμή, χωρίς να χάσω τη συνείδησή μου, έχασα το φως μου. Ημουν στο σκοτάδι τρομαγμένη, μη ξέροντας τι έχει συμβεί. Ψηλαφητά πάτησα το πλήκτρο με τον αριθμό 2 του κινητού μου όπου είχα αποθηκεύσει για κλήση ανάγκης το κινητό της μητέρας μου. Οταν απάντησε, προφασίστηκα μια βλάβη του αυτοκινήτου και της ζήτησα να έρθει να με πάρει. Λίγη ώρα μετά ήμασταν στο νοσοκομείο. Οι γιατροί ψιθύριζαν κάτι για σκλήρυνση κατά πλάκας που εμφανίζεται με προβλήματα στην όραση και με έστειλαν κατευθείαν για μαγνητική. Η εικόνα του εγκεφάλου μου σφράγισε τη διάγνωση: O.D., δηλαδή υπερβολική δόση. Η κοκαΐνη είχε κάνει πλέον σοβαρές ζημιές στον εγκέφαλό μου. Στην ουσία είχα περάσει εγκεφαλικό επεισόδιο και ήμουν λίγο πριν από το τέλος».
Το μακρύ ταξίδι της νύχτας στη μέρα
Δέκα ημέρες μετά, η Ιρμη μπαίνει στο αεροπλάνο και διασχίζει τον Ατλαντικό ξεκινώντας το ταξίδι της απεξάρτησης και της επανένταξης. «Με έστειλε “πακέτο” η μητέρα μου. Ηξερα ότι έπρεπε να φύγω για να σωθώ, αλλά δεν ήμουν και αποφασισμένη. Ποιος θέλει να δώσει το δεκανίκι του, όσο και αν αυτό τον πεθαίνει; Ηξερα ότι πάω κάπου για να με γκρεμίσουν και να με ξαναχτίσουν. Το γκρέμισμα δεν είναι ωραίο. Στο πρώτο κέντρο, στην έρημο της Αριζόνας, όπου θα έκανα την απεξάρτηση των 35 ημερών, ζορίστηκα, αλλά στο Λος Αντζελες τα πράγματα ήταν χειρότερα. Οταν κάνεις επανένταξη είναι δύσκολα. Νιώθεις κανονικός και πας να κάνεις διάφορα κανονικά. Να πιεις, ας πούμε, ένα κοκτέιλ στην παραλία, όπως θα έκανε ο καθένας. ?σπου συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι ο καθένας. Το πολεμούσα το σύστημα στην αρχή. Μόνο όταν κατάλαβα ότι έχανα από αυτόν τον πόλεμο αποφάσισα να υπακούσω στους κανόνες. Μου έλεγαν “πήδα” και ρωτούσα “πόσο ψηλά;”. Σιγά σιγά άρχισα να δουλεύω εθελοντικά σε κέντρα αποτοξίνωσης για απόρους. Αλλαζα βρεγμένα σεντόνια, τους κρατούσα όταν ξερνούσαν. Ημουν καλή και τελικά έπειτα από κάποια εκπαίδευση με προσέλαβαν. Από τους πρώτους μου “πελάτες” – δεν λέμε ασθενείς εκείνους που βρίσκονται στο στάδιο της επανένταξης – ήταν ένας δεκαοκτάχρονος με έναν φόνο στην πλάτη και τάσεις αυτοκτονίας, ο οποίος είχε παρατήσει το σχολείο και ζούσε εκτός κοινωνίας. Ούτε μπάνιο δεν ήξερε να κάνει. Τον διάβαζα, τον έπλενα, και τώρα ο μικρός σπουδάζει με υποτροφία στο Κολούμπια. Είμαι πολύ περήφανη για αυτόν. Και για μένα».
Νόστιμον ήμαρ
Στην Αμερική η Ιρμη θα σπουδάσει ψυχολογία ουσιοεξάρτησης και στη συνέχεια θα κάνει το μεταπτυχιακό της επάνω στην οικογενειακή θεραπεία (MFT: Marriage and family therapy). Οταν τελικά επιστρέφει στην Ελλάδα δουλεύει εθελοντικά με τοξικομανείς στο Δαφνί και στους Νηφάλιους, όπου ιδρύει μάλιστα και τους C.A. (Cocaine Anonymous).
«Δεν πάω πια στην ομάδα γιατί προσπαθώ να ακολουθήσω τις δικές μου επιλογές. Ποια πράγματα θέλω και όχι ποια πράγματα πρέπει να έχω στη ζωή μου. Συνεχίζω όμως να ζω σύμφωνα με τα 12 βήματα της απεξάρτησης. Είναι ένας καταπληκτικός τρόπος να ζεις. Να παίρνεις την ευθύνη των πράξεών σου, να λες συγγνώμη όταν κάνεις λάθος, να κάνεις τον απολογισμό της ημέρας. Δεν χρειάζεται να πηγαίνω στην ομάδα για να τα κάνω αν είμαι εντάξει με τον εαυτό μου κάθε ημέρα. Αν όμως δω τον εαυτό μου να ξεφεύγει, θα πάω. Και έχω ξεφύγει, έχω κάνει υποτροπές. Ποιος δεν έχει κάνει; Δεν υπάρχει ανάρρωση χωρίς υποτροπή. Μαγκιά είναι με το που θα την κάνεις να βάλεις το κεφάλι κάτω και να το παραδεχτείς στην ομάδα. Το έχω κάνει. Σήκωσα το χεράκι μου και το ομολόγησα. Τα μυστικά σκοτώνουν».
Κάνει μια παύση, αγγίζει την κοιλιά της και συνεχίζει: «Στην Αμερική έγινα ο άνθρωπος που είχα γεννηθεί για να είμαι και όχι αυτός που είχα καταλήξει στην πορεία. Ηθελα όμως να γυρίσω στην Ελλάδα, για να τα καταφέρω εδώ. Στο σπίτι μου. Εκεί δεν είχα την “οικειότητα”» να κάνω λάθη. Αρα το πραγματικό στοίχημα αφορούσε την επιστροφή στο γνώριμο περιβάλλον. Εδώ που όλα τα συνδύαζα με το πιόμα. Από το τσεκάρισμα των e-mails μέχρι το μπάνιο στη θάλασσα».
Γλυκό(πικρη) μου Ιρμη
Εχουμε βγει στον κήπο. Το νερό της πισίνας ζαρώνει από το απογευματινό αεράκι. Τα πρόσωπά μας κρυώνουν, αλλά το περιβάλλον είναι τόσο καθησυχαστικό που αποζητάς να μείνεις λίγο ακόμη κάτω από τον – για λίγο – ηλιόλουστο ουρανό. Συζητάμε για το πόσο καλά της ήρθαν τα πράγματα από το καλοκαίρι και μετά. Το βιβλίο, ο γάμος, η μετακόμιση στο καινούργιο σπίτι, τώρα το παιδί. Τολμάω να τη ρωτήσω πώς αποφάσισε να παντρευτεί μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα στο Δημαρχείο της Φιλοθέης. «Ο Γιάννης βρέθηκε σπίτι μου μέσω ενός κοινού μας φίλου. Με το που άνοιξα την πόρτα, αυτό ήταν. Δεν ξανάφυγε ποτέ. Είμαστε αδελφές ψυχές. Μπορούμε να μιλάμε ακούραστα δέκα και δώδεκα ώρες. Αρχίζω μια πρόταση εγώ, την τελειώνει εκείνος. Στο τέλος μιας τέτοιας μακριάς κουβέντας αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Μέχρι τότε φιλοσοφούσαμε εναντίον του γάμου».
Μοιάζει ησυχασμένη και συγχρόνως ανήσυχη. Πάντοτε ασχολείται με κάτι. Αυτή την εποχή δεν γράφει, αλλά διαβάζει για ένα καινούργιο μεταπτυχιακό, αυτή τη φορά στη δικαστική ψυχολογία. Και δεν σταματάει να βοηθάει κόσμο, αλλά όχι οργανωμένα πια. «Κάνεις σχέδια για το μέλλον;» θα τη ρωτήσω. «Οχι, γιατί έχω δει ότι τα σχέδια δεν μου βγαίνουν ποτέ. Εχω μάθει να ζω το σήμερα. Νοσταλγία για το παρελθόν δεν νιώθω, αλλά να. Ενα «κι αν…» με πιάνει. Είναι κάτι σαν παράπονο. Ξέρεις, αυτά τα κέντρα ναι μεν σε μαθαίνουν τα χίλια δυο καλά, αλλά κάπου νιώθεις κατώτερος από τους άλλους».
Απόψε θα κάνει αυτό που την ευχαριστεί. Θα δει ταινίες στη γιγάντια οθόνη του σαλονιού της. «Ξέρεις, μου αρέσει να βλέπω έργα που έχω ξαναδεί. Το ότι γνωρίζω το τέλος μού δίνει μια ηρεμία».
Δημοσιεύθηκε στο BHMAdonna, τεύχος 95, σελ. 116-122, Φεβρουάριος 2010.