Οταν το 1977 του απενεμήθη το βραβείο Λένιν για την ειρήνη, ο Γιάννης Ρίτσος δήλωσε ότι το θεωρεί σημαντικότερο από το βραβείο Νομπέλ. Τέτοια παράδοξα δεν ήταν διόλου σπάνια στην πριν από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού εποχή. Ο Ρίτσος προτάθηκε εννέα φορές για το βραβείο της Σουηδικής Ακαδημίας και δεν το έλαβε ποτέ. Ηταν πασίγνωστος στις κομμουνιστικές χώρες, αλλά μόνο μετά τον θάνατό του άρχισε να παίρνει τη θέση που του αξίζει στον υπόλοιπο κόσμο- πλην της Γαλλίας, όπου ο Αραγκόν τον είχε χαιρετίσει ως τον μεγαλύτερο παγκοσμίως ζώντα ποιητή.

Θα έλεγε κανείς ότι τα παραπάνω οδηγούν σε ένα πολύ απλό συμπέρασμα: η ποίησή του υπερβαίνει το πολιτικό της περιεχόμενο και η ιδεολογία του ήταν απλώς ένα από τα πολλά του γνωρίσματα.

Οι διαπιστώσεις ισχύουν ως εκεί που ισχύουν- για να χρησιμοποιήσω μια τετριμμένη ταυτολογία. Που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε την αξία του έργου του Ρίτσου εστιάζοντας το ενδιαφέρον μας στην ιδεολογία του, ούτε όμως και επιτρέπεται να την παραγνωρίζουμε. Ο Ρίτσος θα ήταν πρώτης κατηγορίας ποιητής και χωρίς τα βολονταριστικά δόγματα που καλλιέργησε μια εποχή η επίσημη Αριστερά, όμως κανείς δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι το έργο του θα ήταν απαλλαγμένο από τις ποικίλες επιχωματώσεις, τις νεκρές ζώνες και τα ποιήματα δεύτερης διαλογής. Οι ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς για τούτες τις αδυναμίες- αν είναι αδυναμίες τελικά- είχαν αποτέλεσμα: πρώτον, ο Ρίτσος να μην κρίνεται από τα σπουδαία του επιτεύγματα, όπως είναι τα ποιήματα τηςΤέταρτης Διάστασης , αλλά από τα ποιήματα προπαγάνδας και, δεύτερον, το σημαντικότερο μέρος του έργου του να είναι εκείνο που έχει λιγότερο διαβαστεί.

Συνειδητή επιλογή
Ολα τούτα βεβαίως δεν σημαίνουν ότι η ιδεολογία του δεν υπήρξε δημιουργική κινητήριος δύναμη. Γι΄ αυτό και το έργο του Ρίτσου (στο πρόσωπο του οποίου η ελληνική Αριστερά ευτύχησε να βρει τον μεγάλο της βάρδο) δεν μπορεί να κριθεί αν δεν λάβει κανείς υπόψη του το γεγονός ότι ο ποιητής και η γενιά του κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μια τεράστια πρόκληση: την επιτάχυνση του ιστορικού βηματισμού που προκάλεσε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Το όραμα της ιδανικής πολιτείας θεωρήθηκε απότοκο της ιστορικής νομοτέλειας και η νομοτέλεια λειτουργούσε ως κάλεσμα που υποσχόταν μιαν άλλου είδους δωρεά η οποία θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής. Οι περιπέτειες που σημάδεψαν αυτό το γίγνεσθαι παγκοσμίως, ιδιαίτερα όμως στη χώρα μας, είναι αποτυπωμένες σε όλο το έργο του Ρίτσου: από τονΕπιτάφιοτου 1936 ως τα τελευταία, κρυπτικά εν πολλοίς αλλά δηλωτικά σε δεύτερο επίπεδο, ποιήματά του. Γι΄ αυτό και δεν έχει, νομίζω, σήμερα νόημα να συζητεί κανείς για το αν ο ποιητής είχε ενστάσεις, αν διαφωνούσε με τα κατά καιρούς κομματικά επιτελεία και αν αυτό φαίνεται ή όχι μέσα στο έργο του.

Η ιδανική πολιτεία
Η ιδεολογία, λέμε, δεν πρέπει να μετατρέπεται σε πίστη, γιατί τότε εκπίπτει σε ένα είδος υποκατάστατου της θρησκείας. Αλλά το βάθος και το ποιόν της ιδεολογικής επίδρασης είναι σε κάθε ποιητή διαφορετικά. Γνωρίζουμε ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης υπήρξε το μεγαλύτερο σοκ το οποίο υπέστη ο Ρίτσος, μεγαλύτερο ίσως και από τα οικογενειακά δράματα που έζησε. Σήμερα όμως που ο ποιητής δεν βρίσκεται ανάμεσά μας, ακόμη και αυτά μοιάζουν δευτερεύοντα. Το μείζον είναι το πώς η πραγματική πολιτεία με την ιδανική βρίσκονται αντιμέτωπες στο έργο του, πώς το ατομικό δράμα περιέχει το ιστορικό αντίστοιχο, πώς το αρχέγονο παρελθόν σημαδεύει το παρόν και πώς η έξοδος από τον κύκλο του δράματος παραπέμπει σε μια κοινωνία που μπορεί μεν να μην τη ζούμε, όμως νιώθουμε την ανάγκη να την προβάλουμε ως αίτημα για το μέλλον, ως μορφή κάθαρσης που επιβάλλει η δική μας εποχή. Αυτό τελικά εισπράττουμε διαβάζοντας την Τέταρτη διάσταση, το πιο ελληνικό, το πιο προσωπικό και ταυτοχρόνως το βαθύτερο πολιτικά έργο του Ρίτσου. Μαζί φυσικά με τιςΠέτρες, τις Επαναλήψεις, τοΚιγκλίδωμακαι τις Μαρτυρίες.

Η δημιουργία της ιδανικής πολιτείας απασχολούσε τον Ρίτσο ως το τέλος της ζωής του, γιατί μόνον έτσι μπορούσε να σταθεί χωρίς φόβο απέναντι στον θάνατο. Ακόμη και στηΣονάτα του Σεληνόφωτος, ποίημα που μοιάζει βυθισμένο στο σκοτάδι μιας γερασμένης εποχής, υπάρχει έξοδος. Η πολιτική του δισημία είναι φανερή- ο νέος φεύγει, δραπετεύει από τη φυλακή του χρόνου. Αυτό φυσικά ουδεμία σχέση έχει με τα απερίγραπτα που γράφτηκαν τελευταία, ότι τάχα εδώ ο ποιητής εφαρμόζει με απόλυτη συνέπεια τις αρχές του «ιστορικού υλισμού»!

Αλληγορία του μέλλοντος
Ο Ρίτσος είναι πολιτικός ποιητής, όχι όμως όπως οΜπρεχτ. Ο λόγος του πουθενά δεν είναι διδακτικός, ακόμη και όταν ακούγεται συνθηματολογικός, κι αυτό οφείλεται στα ελάχιστα στοιχεία ρεαλισμού που υπάρχουν στο έργο του- παρά το ότι δημιούργησε ποίηση του υψηλού με υλικά της καθημερινότητας. Γιατί ακόμη κι εκεί όπου κυριαρχούν τα επικά στοιχεία, όπως στηΡωμιοσύνη , συνθέτουν μιαν αλληγορία του μέλλοντος, όπου το δοξαστικό και ο θρήνος εναλλάσσονται κάτω από τη σκιά της κόκκινης σημαίας.

Ως την περίοδο της όψιμης Αναγέννησης είχαμε δύο κατηγορίες ποιητών στην Ευρώπη: τους ποιητές της Αυλής και τους ποιητές του δρόμου. Με τονΜποντλέρκαι την ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας η παράδοση αυτή κλείνει τον κύκλο της και αρχίζει η μεγάλη περιπέτεια του Αngst που θα σφράγιζε την ποίηση του 20ού αιώνα. Ο Ρίτσος ανήκει στις ελάχιστες εξαιρέσεις. Το δίπολο «ο εαυτός και οι άλλοι» το ξεπέρασε δημιουργώντας μια διαφορετική σχέση με την εμπειρία και τον σκοπό διευρύνοντάς τα σε απίστευτο βαθμό μέσα από το σχήμα μιας μεγάλης ανατροπής στην προσπάθειά του να διοχετεύσει όλον τον χρόνο στο μέλλον. Εκεί ύψωσε ένα τεράστιο κοσμοείδωλο, γι΄ αυτό και ως το τέλος της ζωής του δεν έπαυε να αντικρίζει τις άπειρες εικόνες ενός κόσμου που κατά το ήμισυ είχε υπάρξει και κατά το άλλο ήμισυ τον δημιούργησε ο ίδιος. Αυτή η πολυεπίπεδη πολιτεία είναι το σύμπαν του- κι έτσι αντιλαμβάνομαι προσωπικά εκείνο που με ευρύτερη έννοια θα ονομάζαμε «πολιτικό Ρίτσο».