Τρεις μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές στο Αφγανιστάν, και ενώ οι μάχες κατά των Ταλιμπάν μαίνονται σε μεγάλα τμήματα της χώρας και στην κοιλάδα Σουάτ του γειτονικού Πακιστάν, μια σειρά από νέες πληροφορίες και δημοσιεύματα αποκαλύπτουν το εύρος της κρατικής, αλλά και της… μη κυβερνητικής διαφθοράς στην Καμπούλ και στην Ουάσιγκτον. Τα τεράστια ποσά που έχουν δοθεί ως δωρεές στην «απελευθερωμένη» χώρα, στο πλαίσιο της περίφημης «ανοικοδόμησης», έχουν καταλήξει στις τσέπες μιας χούφτας αργυρώνητων ντόπιων και ξένων αξιωματούχων και εργολάβων: μέλη της νέας ελίτ της Καμπούλ, ζουν πλουσιοπάροχα από την ανθρωπιστική βοήθεια.

Το Αφγανιστάν υπήρξε ανέκαθεν φτωχή χώρα: σήμερα όμως, έπειτα από έναν αδιάκοπο πόλεμο 30 ετών και με τις υποδομές του εντελώς κατεστραμμένες, καταλαμβάνει την 174η θέση στον σχετικό κατάλογο του ΟΗΕ, σε σύνολο 178.

Ο μέσος Αφγανός, περισσότερο και από τα φονικά «λάθη» των ξένων και τις βόμβες των Ταλιμπάν, φοβάται την πείνα- αφού το 42% του πληθυσμού των 25 εκατομμυρίων ζει με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Μόνο ένας στους 20 κατοίκους έχει ρεύμα για περισσότερες από δύο ώρες την ημέρα και μόνο ένας στους πέντε εύκολη πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Το προσδόκιμο ζωής δεν ξεπερνά τα 45 χρόνια, ενώ τα επίπεδα αναλφαβητισμού είναι ανατριχιαστικά- 66% για τους άνδρες και 82% για τις γυναίκες.

Η ξένη βοήθεια, τα δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια που έχουν δοθεί στη χώρα (31 δισ. δολάρια έχουν «δωρίσει» μόνον οι ΗΠΑ, από το 2002 ως σήμερα), δεν έφτασε ποτέ ως τον μέσο Αφγανό: αν εξαιρέσει κανείς μερικούς αυτοκινητοδρόμους, που κατασκεύασαν οι νατοϊκοί για να κινούνται πιο εύκολα τα τεθωρακισμένα οχήματα προς το διεθνές αεροδρόμιο ή την Κανταχάρ, το Αφγανιστάν παραμένει μια εντελώς κατεστραμμένη οικονομία και κοινωνία. Η Καμπούλ, η μόνη πόλη με σταθερή ηλεκτροδότηση, καταναλώνει ρεύμα που εισάγεται από το Ουζμπεκιστάν.

Την ίδια στιγμή που η φτώχεια σαρώνει τον πληθυσμό και οδηγεί αναρίθμητους νέους ανθρώπους να αναζητήσουν απασχόληση στις τάξεις των Ταλιμπάν και στη μόνη βιομηχανία που λειτουργεί στη χώρα, αυτήν της παραγωγής οπίου, ολόκληρες γειτονιές της Καμπούλ ξαναχτίζονται από την αρχή, για τις ανάγκες των ξένων «συμβούλων» και φυσικά των νεόπλουτων ντόπιων του καθεστώτος του Χαμίντ Καρζάι.

O ι ξένοι αξιωματούχοι των υπηρεσιών βοήθειας, όπως και οι διάφοροι εργολάβοι- από τους απλούς μισθοφόρους-σωματοφύλακες ως τους τεχνοκράτες που απασχολούνται στα διάφορα προγράμματα ανοικοδόμησης- πληρώνονται πλουσιοπάροχα. Ο πρώτος μισθός ξεπερνά τα 250.000

δολάρια, ενώ αρκετοί αμείβονται με μισό εκατομμύριο ή και περισσότερα δολάρια τον χρόνο. Ζουν σε οχυρά-παλάτια, με πολυτελή μπάνια, μόνιμη φρουρά και αλεξίσφαιρα τζάμια, και μετακινούνται με τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και ελικόπτερα, ενώ σπανίως έρχονται σε επαφή με απλούς αφγανούς πολίτες- φυσικά «για λόγους ασφαλείας».

Η διεθνής βοήθεια προς τη χώρα, που υπολογίζεται σε περίπου 7 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα, είναι ψίχουλα σε σχέση με τον στρατιωτικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ για τις ανάγκες του πολέμου στο Αφγανιστάν, που αγγίζει τα 100 εκατομμύρια την ημέρα. Και αυτά τα χρήματα καταλήγουν σε μεγάλο βαθμό στις τσέπες «ημετέρων».

Σύμφωνα με καταθέσεις μαρτύρων στην αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας, μόνη της η διαβόητη Κellog, Βrown & Root εμπλέκεται σε τουλάχιστον 32 περιπτώσεις διασπάθισης δημόσιου χρήματος την τελευταία πενταετία, που κόστισαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στους αμερικανούς φορολογουμένους.

Η ΚΒR είναι θυγατρική της τεξανικής εταιρείας πετρελαϊκών υπηρεσιών Ηalliburton, και χάρη στις στενές σχέσεις με την οικογένεια Μπους και με τον πανίσχυρο πρώην αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι, ο οποίος υπήρξε για χρόνια διευθυντής της Ηalliburton και εξακολουθεί ως σήμερα να αμείβεται από αυτήν, έλαβε όλα αυτά τα χρόνια τη μερίδα του λέοντος από τα συμβόλαια του Πενταγώνου σε Ιράκ και Αφγανιστάν, αναλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τη στέγαση, τη σίτιση και την ψυχαγωγία των αμερικανών στρατιωτικών.

Το συνολικό ποσό «αμφισβητούμενων» ή «αστήρικτων» δαπανών στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν ξεπερνά τα 13 δισ. δολάρια το διάστημα από τα τέλη του 2004 ως και σήμερα. Αλλες εταιρείες που έχουν ωφεληθεί τα μέγιστα από τους τεράστιους προϋπολογισμούς είναι η Βechtel, η DynaCorp και η Βlackwater.

Παρά τις υποσχέσεις του νέου προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για ξεκαθάρισμα της νοσηρής αυτής κατάστασης και ακύρωση των «διαπλεκόμενων», φωτογραφικών συμβολαίων εργολαβίας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν τολμά να λάβει μέτρα.

Κ εντρικός στόχος του κ. Ομπάμα είναι η «μετακόμιση» δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών από το Ιράκ στο Αφγανιστάν- και οι εργολάβοι τρίβουν ήδη τα χέρια τους, αφού χωρίς αυτούς το Πεντάγωνο δεν μπορεί να «μετακομίσει», όπως λέγεται, ούτε ένα τάγμα. Στα σχέδια του Λευκού Οίκου είναι επίσης η αποστολή άλλων 800 αμερικανών τεχνοκρατών, για να επιταχύνουν την ανύπαρκτη ως τώρα ανοικοδόμηση. Νέα μέλη, προφανώς, για την πολυδάπανη «ελίτ της Καμπούλ».

Στο μεταξύ, στα δυσπρόσιτα αφγανικά οροπέδια είναι η εποχή του θερισμού: δεκάδες χιλιάδες εργάτες σε όλη τη χώρα χαράζουν με ένα ειδικό μαχαίρι το «υπνοφόρο» λουλούδι άνθος και συλλέγουν με το χέρι τον παχύρρευστο χυμό του, το όπιο, που στη συνέχεια μετατρέπεται σε ηρωίνη.

Είναι το πρώτο σκέλος μιας διαδικασίας που καταλήγει στους σκοτεινούς δρόμους των αμερικανικών και ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων όπου οι τιμές του ναρκωτικού έχουν πέσει δραματικά – και η εξάρτηση θερίζει.

Οκτώ χρόνια μετά την «απελευθέρωση» του Αφγανιστάν, το 95% της παγκόσμιας παραγωγής ηρωίνης πραγματοποιείται εκεί: περισσότερα από 4 δισ. δολάρια μπαίνουν στη χώρα- και ένα μεγάλο μέρος τους καταλήγει στους Ταλιμπάν και στα διεφθαρμένα στελέχη του καθεστώτος Καρζάι.