«Ζωντανή ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» χαρακτήριζε ο φίλος ποιητής Κώστας Παπαγεωργίου τον Αλέξανδρο Αργυρίου. Τον ακάματο κριτικό, ιστορικό και μελετητή που έφυγε την περασμένη εβδομάδα στα 88 του χρόνια. Κεντρική θέση στο έργο του κατέχει η οκτάτομη «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», έργο που ανέλαβε και διεκπεραίωσε μόνος του συνθέτοντας ένα τεράστιο υλικό, όπου αποτυπώνεται η πορεία της νεότερης λογοτεχνίας μας, από το 1830 ως σήμερα, και αποτελεί πολύτιμο οδηγό για τους μελετητές. Πρόκειται για εκτεταμένη κριτική σύνθεση μέσα από την οποία προκύπτει η φυσιογνωμία της λογοτεχνίας μας αλλά και μια πολυεπίπεδη εικόνα της νεοελληνικής κοινωνίας στην εξέλιξη και στις διαστρωματώσεις της.

Οταν, πριν από αρκετά χρόνια, ο Αργυρίου μας ανακοίνωσε ότι σκόπευε να γράψει μια εκτενή ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έφερνε μόνος του σε πέρας αυτό το μεγάλο έργο. Και άραγε τι διαφορετικό θα προσκόμιζε, ικανό να αντικαταστήσει τις υπάρχουσες αντίστοιχες ιστορίες; Εργα όπως το δικό του σε άλλες χώρες θα απαιτούσαν επιτελεία μελετητών και θα ήταν αδιανόητο να τα αναλάβει ένας και μόνον άνθρωπος. Θυμάμαι σαν χθες τη συζήτηση που είχα μαζί του σχετικά. « Θα το γράψω αν έχω μερικά χρόνια μπροστά μου» είχε πει.

Σ κέφτομαι τώρα πως ο χρόνος που του δόθηκε ήταν μεν αρκετός αλλά όχι όσος του άξιζε. Αυτό φαντάζει ίσως υπερβολικό όταν λέγεται για έναν άνθρωπο που έφυγε πλήρης ημερών, όχι όμως για τον Αργυρίου, ο οποίος συνέχιζε να είναι δημιουργικός και να εργάζεται ως την ημέρα που προσβλήθηκε από πνευμονία και μπήκε στο νοσοκομείο. Είχε σχέδια, ήθελε να πει πολλάκαι κυρίως να γράψει τα απομνημονεύματά του, που δυστυχώς θα τα στερηθούμε. Και ακόμη, να συγκεντρώσει και να επεξεργαστεί το υπόλοιπο κριτικό του έργο που είναι διάσπαρτο στα περιοδικά. Τόσα χρόνια όμως αφοσιωμένος στη συγγραφή της Ιστορίας του, δεν έπαψε να εκδίδει σε χωριστά βιβλία τα παλαιότερα άρθρα και κριτικά του κείμενα αλλά και να δημοσιεύει συνεργασίες σε εφημερίδες και περιοδικά. Η συγκέντρωση των άρθρων, των δοκιμίων και των κριτικών σημειωμάτων του θα μας δώσει ολοκληρωμένη εικόνα του πολυεστιακού και εκτεταμένου κριτικού έργου του, από το οποίο ξεχωρίζουν οι «Διαδοχικές αναγνώσεις ελλήνων υπερρεαλιστών».

Οι πλέον κατάλληλοι να μας δώσουν το πορτρέτο του ανθρώπου θα ήταν οι στενοί φίλοι του (ο Αλέξανδρος Κοτζιάς ή ο Μανόλης Αναγνωστάκης λ.χ.), αλλά δυστυχώς πέθαναν πριν από τον ίδιο. Ετσι, το βάρος πέφτει τώρα στους νεότερους- και ο Αργυρίου είχε πολλούς φίλους από τις νεότερες γενιές. Μαζί του αισθάνονταν όλοι ισότιμοι. Μπορούσες να διαφωνήσεις με ορισμένες από τις απόψεις του, αλλά ήταν αδύνατον να μαλώσεις. Τη γνώμη του τη διατύπωνε ευθέως, δεν ήταν όμως εριστικός. Δεν έγραφε πράγματα που δεν τα πίστευε. Δεν ήταν συμβατικός. Και παρά την προσήλωσή του στο μεγάλο έργο της συγγραφής της Ιστορίας, δεν έπαυε να παρακολουθεί ό,τι δημοσιευόταν και κυκλοφορούσε. Αγαπούσε τους νεότερους χωρίς να διακατέχεται από εκείνον τον επίπλαστο φιλονεϊσμό που κρύβει συχνά φιλαυτία. Δεν χρησιμοποιούσε ιδεολογικές διόπτρες όταν έκρινε ένα βιβλίο ή ένα κείμενο. Τον ενδιέφερε το γίγνεσθαι στη λογοτεχνία, οι εξελίξεις, οι ιστορικές σηματοδοτήσεις, το πλαίσιο, η εποχή- η κάθε εποχή. Μ ολονότι από νέος εντάχθηκε στην Αριστερά και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο, ουδέποτε προέβαλε αυτή την πλευρά της ζωής του. Η εποχή για τον ίδιο ήταν πάνω από τις ατομικές περιπέτειες. Αυτές είχαν σημασία μόνον όταν μεταστοιχειώνονταν σε έργο που τις υπερέβαινε. Παρακολουθούσε τις εξελίξεις και είχε τεράστιο ενδιαφέρον για τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα. Και στα γεράματά του έμαθε να χειρίζεται τον ηλεκτρονικό υπολογιστή με τρόπο αξιοζήλευτο.

Εντονη ήταν πάντοτε η παρουσία του στο πολιτικό και στο φιλολογικό γίγνεσθαι. Πλήθος επιφυλλίδων του δημοσιεύτηκαν στο «Βήμα» (1971-1973, 1979-1981) καθώς και στα «Νέα», ενώ συνεργάστηκε επί πολλά χρόνια με τα σημαντικότερα λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά.

Τόνιζε την πρωταρχική σημασία της ιστορικότητας, δηλαδή την αποτύπωση του παρόντος στην προοπτική του χρόνου, γιατί αυτή όριζε και τη νεωτερικότητα (όρος δικός του- μεταφορά στα καθ΄ ημάς του γαλλικού modernite). Κατά την περίοδο της δικτατορίας ο ρόλος του υπήρξε μείζων- και από πολλές πλευρές αποφασιστικός, ιδιαίτερα για τη δική μου γενιά που ανδρώθηκε εκείνη την περίοδο. Χρόνια αργότερα, του θύμισα αυτό που έγραψε κάποτε ο Σαρτρ: « Ποτέ δεν ήμασταν πιο ελεύθεροι από όσο την περίοδο της Κατοχής». «Είναι απολύτως σωστό» είπε χαμογελώντας. « Το να γράφεις υπό καθεστώς πολιορκίας συνεπάγεται ρίσκο. Και ελευθερία χωρίς ρίσκο δεν νοείται».