O κόσμος διψάει για ιστορίες «νεόπτωχων». Οι καλοβαλμένοι σφίγγουν το ζωνάρι: εύπορες κυρίες εμφανίζονται φορώντας τα ίδια ρούχα επώνυμων σχεδιαστών, οι καταναλωτές βγάζουν δειλά από τις τσέπες τους κουπόνια και τα ταξίδια στην τουριστική θέση είναι πάλι της μόδας.

Δεν χάνουν όμως χρήματα μόνο οι πλούσιοι και η μεσαία τάξη λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Εκατομμύρια φτωχοί σε όλον τον κόσμο βυθίζονται ολοένα περισσότερο σε ένα καθεστώς βαθιάς φτώχειας. Σταματούν τα παιδιά τους από το σχολείο για να τους βοηθήσουν να ψάξουν για φαγητό στα σκουπίδια, προσεύχονται αντί να πηγαίνουν στον γιατρό, πουλάνε τα τελευταία χρυσά σκουλαρίκια τους ώστε η οικογένειά τους να τραφεί μερικές εβδομάδες ακόμη. Για τους φτωχούς δεν υπάρχει τίποτα το «νέο» στο να κατρακυλούν ολοένα βαθύτερα στην εξαθλίωση.

Η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι σιγά σιγά ανασύρουμε τους ανθρώπους από τη φτώχεια. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Αν και εκατομμύρια άνθρωποι απαλλάσσονται από τη φτώχεια κάθε χρόνο, εκατομμύρια άλλοι γλιστρούν σε αυτήν ενώ δεν ήταν φτωχοί πριν. Αν αληθινά φιλοδοξούμε να βάλουμε τέλος στη φτώχεια, πρέπει να καταλάβουμε πώς λειτουργεί αυτός ο «δρόμος διπλής κατεύθυνσης».

Μια πρόσφατη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας με τίτλο «Εξάλειψη της φτώχειας: επιτυχία εκ του μηδενός» είχε στόχο να διαπιστώσει ποιος ξεφεύγει από τη φτώχεια, ποιος πέφτει σε αυτήν και γιατί. Μεταξύ των διαφορετικών πορισμάτων ξεχώρισαν δύο εκπληκτικές αλήθειες.

Η πρώτη αλήθεια είναι ότι οι φτωχοί, αντίθετα με την εικόνα τους στον ανεπτυγμένο κόσμο, γεννιούνται με το όραμα των ηρώων στα μυθιστορήματα του αμερικανού συγγραφέα του 19ου αιώνα Οράτιου Αλγκερ, όπου οι καταδικασμένοι στη μιζέρια καταλήγουν πλούσιοι και ευτυχείς ύστερα από σκληρό προσωπικό αγώνα.

Πράγματι, οι σύγχρονοι φτωχοί προσπαθούν και ξαναπροσπαθούν. Ακόμη και αν νικηθούν ή ξεγελαστούν, προσπαθούν και πάλι. Αν και αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι οι φτωχοί είναι μοιρολάτρες, οι συνομιλίες μας με 60.000 φτωχούς σε 15 χώρες έδειξαν ότι κατά κανόνα αυτό δεν ισχύει.

Πολλοί τα καταφέρνουν. Ανοίγουν καταστήματα, μετακομίζουν σε μεγάλες πόλεις για να εργαστούν ως μάγειροι και οδηγοί, στέλνουν τα παιδιά τους να μάθουν τέχνες, γράμματα και ξένες γλώσσες. Δεν ζητούν πολλά από τις κυβερνήσεις τους. Παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους.

Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι εκατομμύρια άνθρωποι γίνονται φτωχοί εν μέρει διότι οι «ελεύθερες αγορές» δεν είναι αρκετά ελεύθερες και εν μέρει γιατί η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε πολλές χώρες είναι ανύπαρκτη.

Χωρίς πρόσβαση στις αγορές, οι φτωχοί εργάζονται για λίγα χρήματα, πωλούν σε μικρές ποσότητες και χαμηλές τιμές, αδυνατούν να γίνουν ανταγωνιστικοί, να συγκεντρώσουν περιουσιακά στοιχεία, να ορίσουν το μέλλον τους. Και επειδή αιωρούνται λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας, αρκεί ένας δυνατός κλονισμός – συνήθως ένας θάνατος ή μια ασθένειαγια να σβήσει χρόνια ήπιας προόδου.

Η ιστορία του Τζιχανγκίρ, ενός από τους χιλιάδες ανθρώπους από τους οποίους πήραμε συνέντευξη, απεικονίζει την τραγική πρόσκρουση της πεισματικής προσπάθειας σε έναν κόσμο τραπεζών και νόμων που μοιάζει να συνωμοτεί κατά των φτωχών. Πρόκειται για έναν μακροχρόνια φτωχό άντρα από το Ουτάρ Πραντές, στη Βόρεια Ινδία. Δούλεψε επί δεκαετίες ως εργάτης στη γη άλλων και αύξησε το εισόδημά του πουλώντας λαχανικά. Το όνειρό του ήταν να αποκτήσει ένα ποδήλατο, ένα μικρό χωράφι και ένα σπίτι χωρίς αχυροσκεπή που να στάζει.

Κατάφερε να κάνει δικό του το ποδήλατο. Επειτα, ο ξαφνικός θάνατος των γονιών του είχε ως αποτέλεσμα να εκτροχιαστεί το σχέδιό του για την αποταμίευση. Καθώς οι τράπεζες δεν δανείζουν ανθρώπους σαν κι αυτόν, για τα έξοδα της κηδείας αναγκάστηκε να δανειστεί από έναν ντόπιο τοκογλύφο, με υπέρογκο τόκο. Η σύζυγός του άρχισε να εργάζεται για να ξεπληρώσουν τον τοκογλύφο, όπως ακριβώς και οι δύο γιοι του, τους οποίους έβγαλε από το σχολείο. Τελικώς ο Τζιχανγκίρ κατάφερε να βάλει αρκετά χρήματα στην άκρη ώστε να χτίσει ένα σπίτι. Κατέρρευσε όμως ένας τοίχος και του έσπασε τα χέρια και τα πόδια. Επειδή δεν υπάρχει αξιόπιστο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ή ασφάλειας σπιτιού για ανθρώπους σαν κι αυτόν, αναγκάστηκε να πάρει δεύτερο δάνειο για τη θεραπεία του, τρίτο για να φτιάξει τη στέγη και τέταρτο για να χτίσει ένα προσωρινό δωμάτιο για την οικογένειά του.

Αν και επέστρεψε στη δουλειά, παίρνει λιγότερα χρήματα απ΄ ό,τι οι σωματικώς ικανότεροι εργάτες. Το συμπέρασμά του ύστερα από τόσα χρόνια προσπάθειας; «Δεν πιστεύω πια ότι θα τα καταφέρω» λέει.

Είναι προφανές: ακόμη και ύστερα από χρόνια σκληρής δουλειάς, οι φτωχοί έχουν ελάχιστα μόνιμα περιουσιακά στοιχεία. Ενα απρόοπτο τους «γονατίζει».

Οι πλούσιες χώρες επιβάλλουν περιορισμούς στις αγορές και διευθύνουν με συγκεντρωτικό τρόπο τα κυβερνητικά προγράμματα. Οι φτωχοί έχουν ανάγκη από κάτι πολύ διαφορετικό: ευκολότερη πρόσβαση σε ελεύθερες αγορές, σχεδιασμένες να λειτουργούν για εκείνους. Δεν χρειάζονται συγκεντρωτικές κυβερνήσεις, αλλά τοπικές αρχές που να προσφέρουν βασικές υπηρεσίες, κυρίως προσιτή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και κοινωνική ασφάλιση.

Η κυρία Ντίπα Ναραγιάν είναι διευθύντρια του Σχεδίου για την Εξάλειψη της Φτώχειας της Παγκόσμιας Τράπεζας.