Περιορισμένους συστημικούς κινδύνους για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εντοπίζει το ΔΝΤ, εκτιμώντας ότι διαθέτει αρκετές δικλίδες ασφαλείας ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στην αναμενόμενη επιβράδυνση τόσο στην Ελλάδα όσο και στη ΝΑ Ευρώπη. Σημειώνει ωστόσο ότι οι συνθήκες λειτουργίας των τραπεζών ενδέχεται να παραμείνουν απαιτητικές βραχυπρόθεσμα, ζητώντας επαγρύπνηση από τις Αρχές λόγω της ύφεσης που πλήττει την παγκόσμια οικονομία, αλλά και του ενδεχομένου μιας παρατεταμένης περιόδου χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης. Το κλιμάκιο του διεθνούς οργανισμού επισημαίνει στην ελληνική κυβέρνηση ότι η ποιότητα των εγχώριων πιστώσεων ενδέχεται να επιδεινωθεί περισσότερο από το αναμενόμενο και τα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών στη ΝΑ Ευρώπη μπορεί να βρεθούν υπό πίεση, καθώς η ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών εξασθενεί και οι συναλλαγματικές τους ισοτιμίες μεταβάλλονται. Αν και αναγνωρίζουν ότι τα μέτρα στήριξης της ρευστότητας της οικονομίας επανέφεραν την εμπιστοσύνη στο σύστημα, συστήνουν στο κράτος να περιορίσει την εμπλοκή του σε ό,τι αφορά τις τράπεζες. «Για τη διατήρηση της υγιούς παροχής πίστωσης,οι εκπρόσωποι του Δημοσίου στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών θα πρέπει να αποφεύγουν να τάσσονται υπέρ του κατευθυνόμενου δανεισμού.Παρ΄ όλο που η χρήση του πακέτου έχει υπάρξει συγκρατημένη, το μέτρο θα πρέπει να παραμείνει διαθέσιμο προληπτικά».

Επιπλέον, σημειώνουν ότι η παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ δεν θα διαρκέσει επ΄ αόριστον και ότι οι τράπεζες πρέπει να προετοιμάσουν στρατηγικές εξόδου για το κλείσιμο των θέσεών τους, καθώς οι συνθήκες θα βελτιώνονται. Οσον αφορά την αγορά των Βαλκανίων, το ΔΝΤ τονίζει ότι, «η περιοχή αυτή διέρχεται σήμερα μια δύσκολη περίοδο αναπροσαρμογής και είναι απαραίτητο να υπάρξουν δεσμεύσεις από την πλευρά των τραπεζών για τη συνέχιση της παρουσίας τους στις χώρες αυτές». Επιπλέον αναφέρεται ότι όλα τα κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, θα πρέπει να αποφύγουν τον χρηματοπιστωτικό εθνικισμό και κάθε μορφή προστατευτισμού.