Π ριν από 11 χρόνια, όταν η Σόνια Γκάντι ανελάμβανε την προεδρία του παλαιότερου πολιτικού κόμματος στην Ινδία, φάνταζε ως η πιο περίεργη πολιτική προσωπικότητα. Μια ξένη που δεν χειριζόταν καλά τη γλώσσα της πατρίδας της, απόμακρη μέχρι του σημείου να θεωρείται ακατάδεκτη, μια γυναίκα που πολέμησε για να κρατήσει μακριά από την πολιτική τον σύζυγό της, ο οποίος στη συνέχεια δολοφονήθηκε.

Σήμερα, στα 62 της χρόνια, η κυρία Γκάντι έχει καταγάγει μια εκπληκτική πολιτική νίκη. Το Κόμμα του Κογκρέσου, του οποίου ηγείται, κατέγραψε την καλύτερη επίδοση των τελευταίων 25 ετών απέχοντας μόλις 11 έδρες από την απόλυτη πλειοψηφία. Αυτό που μένει τώρα να γίνει είναι ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνασπισμού με τα μικρότερα κόμματα.

Με αυτή την κοινοβουλευτική ισχύ, η κυρία Γκάντι δεν θα είναι πλέον δέσμια των μικρότερων πολιτικών σχηματισμών, όπως συνέβη στην πρώτη πενταετία της εξουσίας. Ακόμη σημαντικότερο – σε σχέση με την εξωτερική και την οικονομική πολιτική- είναι ότι η παραμονή του Κογκρέσου στην εξουσία δεν θα στηρίζεται πλέον στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το κόμμα της δυναστείας των Γκάντι έχει πια «λυμένα τα χέρια», όπως έγραψαν στο πρωτοσέλιδό τους οι «Τimes» της Ινδίας.

Γεννημένη στην Ιταλία, η χήρα του Ρατζίβ Γκάντι είναι γνωστή για την επίμονη άρνησή της να δίνει συνεντεύξεις. Μιλώντας σε πανεπιστήμιο της Ολλανδίας πριν από δύο χρόνια, είχε δηλώσει ότι εισήλθε στον πολιτικό στίβο για να διασώσει την τιμή του κόμματος με το οποίο έχει συνδεθεί η οικογένεια των Γκάντι. Οι επικριτές της την κατηγορούν ότι προετοιμάζει το έδαφος για την πολιτική σταδιοδρομία του γιου της Ραχούλ Γκάντι με στόχο να αναλάβει εκείνος τα ηνία του κόμματος και στη συνέχεια της χώρας.

Η ίδια βέβαια δηλώνει, όπως και ο 38χρονος Ραχούλ, ότι θα στηρίξει τον απερχόμενο πρωθυπουργό Μανμόχαν Σινγκ σε μια δεύτερη θητεία. Ωστόσο το περασμένο Σάββατο, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εκλογών, υψηλόβαθμο στέλεχος του κόμματος και υπουργός της κυβέρνησης δήλωσε ότι η κυρία Γκάντι μπορεί να γίνει πρωθυπουργός όποτε εκείνη το επιθυμεί.

Η μεγαλειώδης νίκη του Κόμματος του Κογκρέσου είναι σημαντική και για έναν ακόμη λόγο. Διότι σε αυτή την αναμέτρηση έσπασε μια «αντικυβερνητική» παράδοση. Ετσι παρά το γεγονός ότι το ίδιο κόμμα συμμετείχε και στον προηγούμενο κυβερνητικό συνασπισμό, κατάφερε όχι μόνο να αναδειχθεί πρώτο αλλά και να κερδίσει επιπλέον 57 έδρες στο Κοινοβούλιο.

Οι πολιτικοί αναλυτές επισήμαναν ορισμένα στοιχεία που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα.

Πρώτον, το κόμμα της κυρίας Γκάντι έριξε περισσότερο βάρος στα φτωχά αγροτικά στρώματα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας της δαπάνησε σημαντικά ποσά για κοινωνικούς σκοπούς, αυξάνοντας τις δαπάνες για την Παιδεία και θέτοντας σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων έργων στην περιφέρεια, ενώ απάλλαξε τους αγρότες από την αποπληρωμή των δανείων τους.

Δεύτερον, η ίδια αναδείχθηκε σε μια πολιτικό που δεν είναι αγκιστρωμένη στην εξουσία, καταρρίπτοντας τους ισχυρισμούς των στελεχών του κόμματός της που την ήθελαν να αναλαμβάνει την πρωθυπουργική θέση. Αντί αυτού επέλεξε να μοιραστεί την εξουσία με τον μετριοπαθή οικονομολόγο κ. Σινγκ.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου το δεξιό κόμμα των ινδουιστών εθνικιστών ΒJΡ χαρακτήρισε αδύναμο τον πρωθυπουργό κατηγορώντας τον για αναποτελεσματικότητα ως προς την αντιμετώπιση των τρομοκρατικών χτυπημάτων αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η οποία ήδη πλήττει τη χώρα.

Ακόμη και με λυμένα τα χέρια, η νέα κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλες προκλήσεις. Η χώρα έχει ανάγκη από δρόμους, σχολεία, πανεπιστήμια καθώς και από ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό για να στελεχώσει το ανεπαρκές σύστημα υγείας.

Αλλά πριν από όλα πρέπει να καταπολεμήσει τη φτώχεια που πλήττει ευρέως τον πληθυσμό. Παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της προηγούμενης δεκαετίας, 300 εκατ. άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας στην Ινδία. Το αν θα επιταχυνθούν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, στην κατεύθυνση που ζητούν οι επικεφαλής των μεγάλων επιχειρήσεων, μένει να αποδειχθεί στο μέλλον.

Την ίδια στιγμή η Σόνια και ο Ραχούλ Γκάντι καλούνται να τηρήσουν τις προεκλογικές υποσχέσεις τους για την ενίσχυση των χαμηλότερων στρωμάτων με τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα και την παροχή τροφίμων στους φτωχούς.

Μητέρα και γιος έχουν και άλλο ένα πρόβλημα να λύσουν: τον εκδημοκρατισμό και την ελεύθερη πρόσβαση σε ένα κόμμα το οποίο οι αντίπαλοί του θεωρούν «οικογενειακή επιχείρηση» της δυναστείας των Γκάντι.