Η προηγούμενη αναδρομή στην προδρομική «Πολυκριτική» για την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, δημοσιευμένη στο πρώτο τεύχος του περιοδικού η Συνέχεια (Μάρτιος του 1973), συμπίπτει όχι μόνο με την επετειακή ευκαιρία των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή, που φαίνεται να προκαλεί τώρα πληθωρικές εκδηλώσεις, αλλά και με μια ομόθεμη προσωπική χειρονομία, μάλλον απρογραμμάτιστη. Εννοείται η προετοιμασία για την επικείμενη έκδοση στη σειρά «Γραφή και ανάγνωση» του πέμπτου βιβλιαρίου, αφιερωμένου στο έργο του ποιητή. Η διπλή πάντως αυτή σύμπτωση επιτρέπει να γίνουν προσεκτικότερες συγκρίσεις ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, προκειμένου να οριστεί, με κάποια ακρίβεια και δικαιοσύνη, η καμπύλη πρόσληψης της ποιητικής παραγωγής του Γιάννη Ρίτσου σε δύσκολους και εύκολους καιρούς. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, τα τελευταία χρόνια κινούμαστε κατά κανόνα στην τροχιά της ευκολίας, για ποιητές και ποιήματα που δυσκόλεψαν την επίσημη κριτική στον καιρό της παραγωγής και της πρώτης τους δημοσίευσης.

Από την άποψη αυτή και η σημερινή επιμονή στην «Πολυκριτική» του 1973 έχει, ελπίζω, τον λόγο της, για όσους τουλάχιστον αποφεύγουν τους ανέξοδους επικαιρικούς ενθουσιασμούς. Γιατί τα έξι δοκίμια των συνεργατών και τα δύο αυτοκριτικά σχόλια του ποιητή που συνιστούν τον κορμό της ενέχουν παραδειγματική αξία ως προς την ένταση μεταξύ πολιτικής και ποιητικής ηθικής, ένταση που τα δίσεχτα χρόνια την καθιστούν υποχρεωτική. Αυτή εξάλλου η ένταση και οι περιπέτειές της σφράγισαν τη ζωή και την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ορίζοντας το ήθος και το ύφος του. Απόδειξη τα επόμενα αποσπάσματα από το δεύτερο αυτοσχόλιο, με την επιγραφή «Ξαναδιαβάζοντας τις ποιητικές συλλογές Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη και Θεωρείο ». Αντιγράφω:

«Με το πέρασμα του χρόνου διακρίνω όλο και καθαρότερα πως η δουλειά μου, στην εξέλιξή της και στην άσκησή της, τείνει να καταλήξει σε μια κωμικοποίηση, σε έναν εξευτελισμό και εκμετάλλευση του κάθε νυχτερινού και ημερινού εφιάλτη, και γενικότερα του θανάτου. Αν υπάρχει εδώ κάποια λύτρωση, δεν είναι άλλη απ΄ αυτό το αλάφρωμα της βαρύτητας και του φόβου (φυσικού, ηθικού, κοινωνικού) με μιαν ελεγχόμενη ειρωνεία των ιστορικών παραισθήσεών μας μέσα στην κοινότητα του αισθήματος μιας, αληθινής ή εικονικής, συμμετοχής και συνενοχήςμέσα στην κοινότητα της ίδιας μοίρας. […] Ετσι το αναπότρεπτα τραγικό γίνεται γελοιογραφικό (ή παραδοξολογικό· δηλαδή αντικειμενικά απόμακρο), ίσως βαθύτερα τραγικό, εμπεριέχοντας όμως και τη λύση της τραγωδίας ( έλεος ) σε έναν θελημένο, τελικό μορφασμό χαμόγελου».

Αναρωτιέμαι αν υπάρχει λόγος ανάλογης ειλικρίνειας, ομόλογου βάθους και εκφραστικής τόλμης σε άλλον συγκαιρινό ποιητή. Ο απόηχός του πάντως αναγνωρίζεται και στα έξι μελετήματα της «Πολυκριτικής». Παράδειγμα τα επόμενα σπαράγματα από τη συνδρομή τώρα του Ρeter Levi. Αντιγράφω:

«Αν η ποίηση δεν έχει ιστορία, έχει ωστόσο πάντα σημαντική σχέση με τη σύγχρονη ιστορία του κόσμου. Κάποια μέρα θα πρέπει να μελετήσουμε από πού προέρχονται οι χαριτωμένες νοσταλγίες στα τελευταία εκατό χρόνια και πού καταλήγουν οι αγνότητες της επαρχίας. […] Τώρα που ξεπεράστηκε ο ρομαντισμός, ξέρουμε πως ο ποιητής είναι ένας λιποτάκτης, ένας δραπέτης, και πολύ σαστισμένος· φεύγει και ξαναφεύγει σαν τον λαγό και, όπως ο Μπρεχτ, είναι ένας μεγάλος ρεαλιστής. Ο,τι γνήσιο υπάρχει στο έργο του Ρίτσου είναι σαν τη βροχή· η κάθε στάλα της είναι αληθινή. […] Το κάθε ποίημα του Ρίτσου έχει ιδιαίτερο ρυθμό και μια διαλεκτική δική του: σε τρομάζει, δεν σε παρηγορεί, αλλά το σύνολο του ποιήματος σου δίνει κουράγιο».

Ανάλογης, ουσιαστικής και εκφραστικής, στάθμης είναι και το επόμενο παράθεμα από την εξαίρετη δοκιμή του Πάνου Θασίτη, ο οποίος ανήκει στους τρεις αλησμόνητους απόδημους εκείνης της «Πολυκριτικής» (μαζί με τον Levi και τον Κουλουφάκο). Αντιγράφω:

«Είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως ο Ρίτσος δεν ξέρει να σταματά εκεί όπου κι ένας μέτριος ποιητής θα σταματούσε. Εχει τόση θητεία στην ποίηση, ώστε να φαίνεται αβάσιμη μια τέτοια υπόθεση. Αλλωστε η κριτική, χρόνια τώρα, του υποδείχνει μονότονα αυτή την αδυναμία. […] Το φαινόμενο είναι σύμφυτο με τη λειτουργία, τον μηχανισμό της δημιουργικής φύσης. Πιο συγκεκριμένα: αν ο Ρίτσος σταματούσε εκεί που αρχίζουν οι νεκρές ζώνες μέσα στο ποίημα, δεν θα μπορούσε ίσως να συνεχίσει. Ετσι οι ζώνες αυτές μοιάζουν με ανάπαυλες προετοιμασίας για το επόμενο δημιουργικό βήμα. […] Είναι η περίπτωση του ηλεκτρικού πριονιού, που δεν το σταματούμε όταν κοπεί ένα ξύλο, αλλά το αφήνουμε να γυρίζει στο κενό, ώσπου να του βάλουμε το άλλο ξύλο. Αποδεχόμαστε αυτά τα κενά, αυτή την ενδιάμεση ενέργεια χωρίς έργο, γιατί είναι αναπόφευκτη, για να τελειώσει το έργο». Συνεχίζεται την άλλη Κυριακή.