Η Ομάδα των 20 ή αλλιώς G20 αποτελεί πλέον ένα καθιερωμένο φόρουμ, μια, αργοπορημένη κατά την άποψή μου αναγνώριση ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και ότι οι παλιοί θεσμοί δεν συμβαδίζουν με τις γοργά εξελισσόμενες ανάγκες.

Βεβαίως, κάλλιο αργά παρά ποτέ. Παρ΄ όλα αυτά υπάρχουν ερωτήματα που σχετίζονται τόσο με την ουσία όσο και με τη λειτουργία αυτού του νέου θεσμού, στα οποία πρέπει να δοθεί απάντηση χωρίς καθυστέρηση. Το πρώτο ερώτημα είναι κατά πόσον οι αποφάσεις που υιοθετήθηκαν στη σύνοδο του Λονδίνου μπορούν να αναχαιτίσουν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, τοποθετώντας την οικονομία στον δρόμο προς την αειφόρο ανάπτυξη.

Η οριστική απάντηση θα διαφανεί μόνο με το πέρασμα του χρόνου, όμως η αρχική μου εντύπωση είναι ότι οι αποφάσεις του Λονδίνου αποτελούν ένα διστακτικό πρώτο βήμα. Συνιστούν συμβιβασμό, πράγμα τελείως φυσιολογικό, αλλά για τη διάρθρωση του συστήματος παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής διακυβέρνησης και για την οριοθέτηση των υποχρεώσεων του G20 απαιτούνται πιο ξεκάθαρα σημεία αναφοράς.

Το δεύτερο ερώτημα αφορά τη θέση του G20 στο σύστημα των παγκόσμιων θεσμών. Τι είναι αυτή η ομάδα κρατών; Ενα «παγκόσμιο πολιτικό γραφείο», ένα «κλαμπ ισχυρών» ή ένα πρωτότυπο μιας διεθνούς κυβέρνησης; Πώς θα αλληλεπιδράσει με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, τον παγκόσμιο οργανισμό που συγκεντρώνει όλα τα κράτη του πλανήτη;

Είμαι πεπεισμένος ότι καμία ομάδα κρατών, ακόμη και αν αυτά εκπροσωπούν το 90% της παγκόσμιας οικονομίας, όπως συμβαίνει με το G20, δεν μπορεί να εκτοπίσει ή να αντικαταστήσει τον ΟΗΕ. Είναι ξεκάθαρο όμως ότι το G20 θα μπορούσε να διεκδικήσει συλλογική ηγεσία στα διεθνή ζητήματα αν ηγηθεί επιδεικνύοντας τον σεβασμό που οφείλει στις απόψεις των μη μελών. Η παρουσία σε αυτό χωρών οι οποίες εκπροσωπούν διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης και διαφορετικές κουλτούρες είναι καλό σημάδι. Ωστόσο αυτή η ομάδα είναι μια αυτοσχέδια συνάθροιση η οποία συγκλήθηκε καταναγκαστικά υπό τις ακραίες συνθήκες μιας αναπάντεχης παγκόσμιας αναταραχής. Το G20 δεν περιλαμβάνει ορισμένες χώρες οι οποίες ασκούν σημαντική επιρροή σε τοπικό και, μερικές φορές, σε ευρύτερο επίπεδο, όπως είναι η Αίγυπτος, η Νιγηρία ή το Ιράν. Επίσης, δεν είναι ξεκάθαρο όσον αφορά τις μεθόδους του.

Ο πρόεδρος της Κίνας Χου Ζιντάο με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα στη σύνοδο του G20 στις 2 Απριλίου στο Λονδίνο (CΗRΙS RΑΤCLΙFFΕ/ΒLΟΟΜΒΕRG ΝΕWS)

Για να αποφευχθούν λάθη, το G20 πρέπει να χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαφάνεια και να συνεργάζεται στενά με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Οι συναντήσεις του θα πρέπει να διεξάγονται τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη και θα πρέπει να υποβάλει μια έκθεση στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, η οποία να συζητείται με εποικοδομητικό τρόπο.

Η τελευταία αλλά όχι έσχατη ερώτηση αφορά το αντικείμενο των εργασιών αυτού του νέου θεσμού. Θα πρέπει να περιοριστεί στην παγκόσμια οικονομία ή θα προχωρήσει, αργά ή γρήγορα, στην αντιμετώπιση πολιτικών ζητημάτων; Η απάντηση, από την οποία πολλά εξαρτώνται, δεν είναι αυτονόητη.

Οσοι αντιτίθενται στην ανάληψη πολιτικού ρόλου από το G20 θα ισχυριστούν προφανώς ότι η διεθνής κοινότητα έχει εμπιστευτεί τη βασική ευθύνη για τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Συνεπώς, κύριο μέλημά μας θα πρέπει να είναι η ενίσχυση του ρόλου αυτού του σώματος. Είναι αλήθεια ότι κάθε προσπάθεια να το αγνοήσουμε ή να το παρακάμψουμε, στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη ή αλλού, πάντοτε είχαν κακή κατάληξη.

Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι ο κύριος ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι να ανταποκρίνεται γρήγορα σε κρίσεις που παρουσιάζουν άμεσους κινδύνους. Επιπλέον, η μακρόχρονη καθυστέρηση μεταρρύθμισης αυτού του σώματος του ΟΗΕ- για να είμαι ειλικρινής- το έχει καταστήσει λιγότερο αντιπροσωπευτικό από το G20, το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις για να αντιμετωπίσει πολιτικά ζητήματα που συνδέονται με τις διεθνείς προκλήσεις: την ασφάλεια, τη φτώχεια, το περιβάλλον. Σήμερα και άλλες ομάδες ή οργανισμοί, όπως το G8 ή το ΝΑΤΟ, συζητούν πολιτικά ζητήματα.

Πιστεύω ότι με συνετή και ισορροπημένη προσέγγιση το G20 θα μπορούσε να βρει μια θέση-κλειδί στην αρχιτεκτονική της παγκόσμιας πολιτικής. Αν βοηθήσει να αναστραφεί η οικονομική κρίση, θα κερδίσει την αξιοπιστία για να ηγηθεί. Ενα από τα προβλήματα που είναι ώρα να αποτελέσουν το επίκεντρο ενός πολιτικού διαλόγου είναι η στρατιωτικοποίηση της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας, η στρατικοποίηση της σκέψης. Αυτό είναι κάτι που κληρονομήσαμε από τον 20ό αιώνα, ίσως τον πιο τραγικό και αιματοβαμμένο αιώνα της Ιστορίας.

Πρόκειται για ένα σύνολο αλληλοσυνδεόμενων προβλημάτων. Η στρατιωτικοποίηση απομακρύνει πόρους από την πραγματική οικονομία, προκαλεί συγκρούσεις και δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι οι στρατιωτικές και όχι οι πολιτικές λύσεις είναι βιώσιμες. Ξεκινώντας να συζητούν σοβαρά αυτό το θέμα στο πλαίσιο του G20 και παίρνοντας πολιτική θέση επ΄ αυτού, οι ηγέτες του κόσμου θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση στο έργο των θεσμικών οργάνων του ΟΗΕ που φέρουν την ευθύνη για πρόοδο σε κάθε τομέα, δηλαδή το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Διάσκεψη της Γενεύης για τον Αφοπλισμό.

Ο κ. Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διατέλεσε ηγέτης της πρώην Σοβιετικής Ενωσης από το 1985 ως την κατάρρευσή της το 1991. Εχει τιμηθεί με το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης το 1990.

Σήμερα είναι πρόεδρος του Διεθνούς Ιδρύματος Κοινωνικοοικονομικών και Πολιτικών Σπουδών (Ιδρυμα Γκορμπατσόφ).