Η ΥΠΟΘΕΣΗ για τα βασανιστήρια της CΙΑ και οι σχετικές ανακρίσεις για καταμερισμό ευθυνών, οι οποίες άρχισαν την περασμένη εβδομάδα στην Αμερική, σύντομα φθάνουν και στην Ευρώπη. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νομικοί σύλλογοι αλλά και βουλευτές και πολιτικοί στη Γερμανία, στη Βρετανία, στη Δανία, στην Ιταλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ζητούν τώρα την αναψηλάφηση ορισμένων περιπτώσεων «βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα» σε ευρωπαϊκά κράτη και οι οποίες αποσιωπήθηκαν για λόγους εθνικούς, όπως λ.χ. στη Γερμανία όπου η κυβέρνηση, αναιρώντας αρχική απόφασή της, δεν άσκησε
δίωξη εναντίον 13 αμερικανών πρακτόρων της CΙΑ οι οποίοι βασάνισαν τον γερμανό υπήκοο Χαλίντ ελ Μάσρι. Στοιχεία τα οποία έρχονται στην επιφάνεια τελευταία αποδεικνύουν ότι τουλάχιστον πέντε ευρωπαϊκές χώρες συνεργάστηκαν με αμερικανικές υπηρεσίες και παραχώρησαν φυλακές και κρατητήρια όπου βασανίστηκαν από πράκτορες της CΙΑ μουσουλμάνοι που θεωρούνταν ύποπτοι για τρομοκρατικές ενέργειες. Συγκεκριμένα, στην Πολωνία λειτούργησε μια φυλακήπρότυπο στην οποία βασανίστηκε ο εκ των ηγετών της Αλ Κάιντα Χαλίντ σεΐχ Μοχαμάντ. Το ζήτημα έχει πολιτικές επιπτώσεις και απασχολεί ήδη τη Βουλή. Η βρετανική μυστική υπηρεσία Μ16 συνεργάστηκε με τη CΙΑ για τη μεταφορά
ενός μουσουλμάνου στο Μαρόκο, όπου βασανίστηκε ως «ύποπτος για τρομοκρατικές πράξεις». Η CΙΑ ζήτησε τη συνεργασία, και την έλαβε, της αντίστοιχης υπηρεσίας της Ιταλίας για την απαγωγή του ιμάμη Αμπου Ομάρ και τη μεταφορά του σε κρατητήριο της CΙΑ στην Αίγυπτο όπου «βασανίστηκε επί οκτώ μήνες». Η Ρουμανία παραχώρησε στη CΙΑ μυστική φυλακή όπου, όπως λέγεται, οδηγήθηκαν και μη μουσουλμάνοι, τα ίχνη των οποίων εξαφανίστηκαν. Υπάρχουν επίσης πληροφορίες- οι οποίες όμως δεν διασταυρώθηκαν- ότι στη Λιθουανία λειτούργησε το 2003 και το 2004 «ανακριτικό γραφείο» στο οποίο είχαν εγκατασταθεί και εργάζονταν αμερικανοί αλλά και ευρωπαίοι υπάλληλοι της CΙΑ.

Στην Αμερική, η αρχική απόφαση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να μην προχωρήσει σε δίωξη των υπευθύνων για τα βασανιστήρια και των βασανιστών εξακολουθεί να αποτελεί θέμα, παρ΄ όλο που ο πρόεδρος ανακάλεσε την απόφασή του και διακήρυξε ότι ουδέποτε στο μέλλον η Αμερική «θα καταφύγει σε τέτοιες απάνθρωπες μεθόδους». Η τελευταία δημοσκόπηση του CΝΝ έδειξε ότι το 83% των Αμερικανών επιθυμεί τη διαλεύκανση της υπόθεσης και το 81% την τιμωρία των εκτελεστών. Πολιτικοί σχολιαστές, πανεπιστημιακοί και μέλη του Κογκρέσου, είτε με άρθρα τους είτε με συνεντεύξεις τους σε τηλεοπτικά δίκτυα- και τα τρία μεγάλα δίκτυα αφιέρωσαν εκπομπές τους την περασμένη Κυριακή στη νομική και στην ηθική πτυχή των βασανιστηρίωνκαταλήγουν σε δύο πράγματα: Πρώτον, τα βασανιστήρια θα παραμείνουν ως στίγμα της Αμερικής για πολλά χρόνια επειδή «υποβαθμίζουν τον ανθρωπισμό και είναι αντίθετα στις εθνικές παραδοσιακές αξίες» του λαού της. Δεύτερον, ήταν πολιτικώς λαθεμένη η (αρχική) απόφαση του Ομπάμα να μην ασκηθεί δίωξη κατά των υπευθύνων, επειδή στο μέλλον κανένας βασανιστής δεν θα είχε να φοβηθεί τη Δικαιοσύνη. Στην Ευρώπη, αντιθέτως, προχωρούν ήδη σε λήψη μέτρων. Στα τέλη Απριλίου στη Μαδρίτη, άρχισε ανακριτική διαδικασία για «υποθέσεις βασανισμού κρατουμένων» στο Γκουαντάναμο από « πράκτορες είτε ένστολους πολίτες που ενεργούσαν με εντολές ανωτέρων» ενώ στο Βερολίνο η Ομοσπονδία οργανώσεων υπέρ του Δικαίου κατέθεσε προ ημερών αίτηση στην Εισαγγελία για « έρευνα (…) για τον καθορισμό ενδεχόμενης ευθύνης (γερμανικών) υπηρεσιών» οι οποίες πιστεύεται ότι συνεργάστηκαν με τη CΙΑ σε «σειρά παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Το Κογκρέσο προσανατολίζεται στην ιδέα της σύστασης διακομματικής επιτροπής η οποία θα εξετάσει την υπόθεση των βασανιστηρίων και οι σχετικές πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχουν ήδη στοιχεία τα οποία συγκεκριμενοποιούν ευθύνες, μεταξύ άλλων, του προέδρου Τζορτζ Μπους και της τότε προεδρικής συμβούλου Κοντολίζα Ράις. O Μπους- ίσως εν αγνοία τουδιακήρυξε στις 26 Ιουνίου 2003 ότι η Αμερική «σέβεται τον νόμο περί αποφυγής βασανιστηρίων και μάλιστα ηγείται στη λήψη των αποτρεπτικών μέτρων». Ο Λευκός Οίκος, όμως, είχε ήδη ειδοποιηθεί από τον νομικό σύμβουλο της CΙΑ Σκατ Μίλερ ότι « μολονότι σποραδικές (…) υπάρχουν πολλές περιπτώσεις βασανισμού» υπόπτων για τρομοκρατία. Την περασμένη εβδομάδα, η κυρία Ράις δήλωσε ότι «ουδέποτε» επέτρεψε «έκτακτες μεθόδους ανάκρισης», τώρα όμωςαποκαλύπτεται ότι το 2002 είχε « υιοθετήσει πλήρως» ( «Τhe Νew Υork Τimes» 4/5) την εισήγηση του νομικού συμβούλου του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας Τζον Μπέλιγκερ η οποία κάλυπτε νομικά κάθε ακρότητα στις ανακρίσεις υπόπτων μουσουλμάνων. Δύο από τους νομικούς συμβούλους του Λευκού Οίκου θα διαγραφούν από τα επαγγελματικά σωματεία τους, αλλά πιστεύεται ότι δεν θα διωχθούν δικαστικώς για «παραποίηση στοιχείων σχετικών με τις ανακρίσεις» υπόπτων, γράφουν οι «Νew Υork Τimes» (6/5).

Ευθύνες πολιτικών στην Πολωνία
ΟΠΩΣ αποκαλύπτεται σήμερα, η Πολωνία το 2003 είχε παραχωρήσει στη CΙΑ και στις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ έναν αεροδιάδρομο 160 χλμ. βορειοδυτικά της Βαρσοβίας και την παλιά- επί κομμουνιστικού καθεστώτος- μυστική φυλακή στη γειτονική του στρατιωτική βάση του Στάρε Κιεγούτι. Στον αεροδιάδρομο προσγειωνόταν συνήθως δύο φορές τον μήνα το Gulfstram Ν379ΡΠολωνοί που υπηρετούσαν στη βάση το είχαν ονομάσει «ταξί των βασανιστηρίων»- προερχόμενο είτε από την Καμπούλ είτε από τη Βαγδάτη. Αυτόπτες καταθέτουν σήμερα ότι συνήθως μεταφέρονταν τρεις ή τέσσερις «κουκουλοφόροι με ασιατικά ρούχα» τους οποίους συνόδευαν «άνδρες με πολιτικά, οπλισμένοι, προφανώς Αμερικανοί». Λεπτομερειακός έλεγχος σειράς στοιχείων δείχνει ότι το αεροπλάνο μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου του 2003 προσγειώθηκε 13 φορές στον αεροδιάδρομο. Γνωστό έγινε επίσης το όνομα του πιλότου του αεροπλάνου, ο οποίος κυκλοφορεί με το (υπηρεσιακό) όνομα Τζέρι Αλεν Μπόστικ και ζει σήμερα στην Αλαμπάμα.

Στην Πολωνία, ωστόσο, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο ποιος έδωσε την άδεια στην αμερικανική κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει πολωνικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις και μάλιστα για μεταφορά και ανακρίσεις κρατουμένων. Γίνονται ανακρίσεις σε μεγάλη έκταση οι οποίες έχουν επεκταθεί σε πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους και απόστρατους στρατιωτικούς, με τις εφημερίδες, ιδιαίτερα τις συντηρητικές, να φέρνουν στη δημοσιότητα συνεχώς νέα στοιχεία. Οι υποψίες πάντως στρέφονται στον τότε πρωθυπουργό Λέστζεκ Μίλερ, τον οποίο μάλιστα ανέκρινε προσωπικά ο εισαγγελέας Βαρσοβίας Ρόμπερτ Μαζέφσκι, και στον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Αλεξάντερ Κβασνιέβσκι. Και οι δύο αρνούνται οποιαδήποτε ανάμειξη.