ΑΠΟ ΕΠΟΧΗΣ Φραγκλίνου Ρούζβελτ, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο νέος αμερικανός πρόεδρος είχε ένα διάστημα 100 ημερών μετά την ορκωμοσία του για να «αναγνωρίσει το έδαφος», να διαμορφώσει την πολιτική του, να αναδείξει τους συνεργάτες του, καμιά φορά μάλιστα και για να αναζητήσει στενούς συμβούλους, όπως έκαναν ο
Τζον Κένεντι και ο Τζίμι Κάρτερ. Η κοινή γνώμη και οι πολιτικοί, το Κογκρέσο και τα άλλα θεσμικά όργανα έδειχναν ανοχή σε ατέλειες είτε και ελλείψεις της νέας ηγεσίας, της παραχωρούσαν ένα διευρυμένο «μήνα του
μέλιτος». Με τον Μπαράκ Ομπάμα συμβαίνει κάτι μοναδικό. Χωρίς καν να έχει ορκιστεί, στην ουσία κυβερνά. Τουλάχιστον σε τρεις σημαντικούς τομείς. Στον οικονομικό, στην παιδεία και στον κοινωνικό χώρο. Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πάντοτε και ως τις 21 Ιανουαρίου ο Τζορτζ Μπους. Ομως ήταν ο Ομπάμα ο οποίος, υπό μορφή υποδείξεων, καθόρισε πού και πώς θα διατεθούν τα 700 δισ. δολάρια για τη στήριξη της οικονομίας, ήταν εκείνος που επέμεινε και τελικώς επέβαλε στον Μπους να ανατρέψει την απόφαση του Κογκρέσου και να διαθέσει 17 δισ. δολάρια στις αυτοκινητοβιομηχανίες του Ντιτρόιτ.

Τέσσερις εβδομάδες πριν από την ορκωμοσία του ο Ομπάμα έχει ήδη έτοιμο το 15μελές υπουργικό συμβούλιο και την ηγεσία του μηχανισμού του Λευκού Οίκου. Φυσικά, οι υπουργοί του και οι περισσότεροι σύμβουλοι θα πρέπει να λάβουν την έγκριση του Κογκρέσου, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα επειδή και στα δύο σώματα η πλειοψηφία δεν είναι απλώς Δημοκρατική, αλλά πρόσκειται και στον νέο πρόεδρο. Η σε χρόνο ρεκόρ συμπλήρωση της πολιτικής και κυβερνητικής ηγεσίας δείχνει ότι είχε γίνει η προεργασία για την επιλογή της πριν από τις εκλογές, γεγονός το οποίο ενίσχυσε το κύρος του Ομπάμα και καθησύχασε εκείνους που φοβούνταν μήπως «προκαλέσει χάος και αστάθεια (…) η έλλειψη πείρας» του νέου προέδρου («Τhe Wall Street Journal», 24/11).

Η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου και του προεδρικού μηχανισμού μαρτυρεί ότι ο νέος πρόεδρος θα ρίξει το βάρος του στα εσωτερικά ζητήματα. Παρουσιάζοντας την περασμένη Τρίτη τους υπουργούς Εργασίας και Συγκοινωνιών ο Ομπάμα δήλωσε ότι η κυβέρνησή του «είναι αποφασισμένη να εργαστεί για το μέλλον της μεσαίας τάξης και της εργαζόμενης οικογένειας. Θα είναι το άλφα και το ωμέγα της καθημερινής εργασίας μας στον Λευκό Οίκο» είπε. Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής δημιούργησε μια ειδική ομάδα εργασίας με επικεφαλής τον αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν και με την εντολή «να εξετάζουν κάθε πτυχή των προβλημάτων του εργαζόμενου αμερικανού και να μεταφέρουν το ταχύτερο τις απόψεις της ομάδας στις αρμόδιες υπηρεσίες,υποδεικνύοντας και σχέδιο λύσης τους». Δημιούργησε και άλλες ομάδες με συγκεκριμένο χώρο ενέργειας η κάθε μία, μετακινώντας έτσι το πολιτικό κέντρο βάρους από το υπουργικό συμβούλιο στον Λευκό Οίκο- κάτι που είχε κάνει ο Μπιλ Κλίντον και παλαιότερα ο Τζον Κένεντι. Οι περισσότερες αποφάσεις θα λαμβάνονται δηλαδή στον Λευκό Οίκο. Η γενική εντύπωση στην Ουάσιγκτον είναι ότι « ο Ομπάμα δημιούργησε ένα ισχυρό επιτελείο προεδρικών συμβούλων το οποίο θα μπορεί να παίρνει αποφάσεις και να τις εφαρμόζει ακαριαία» («Τhe Νew Υork Τimes», 20/12). Το γεγονός ότι μπορεί να εκδηλωθούν διαφωνίες ακόμη και συγκρούσεις μεταξύ υπουργών και συμβούλων λόγω διαφοράς στην πολιτική φιλοσοφία τους δεν φαίνεται να ενοχλεί τη νέα ηγεσία. «Ο πρόεδρος αγαπά τον διάλογο και διάλογος δεν γίνεται αν δεν υπάρχει σοβαρή διαφορά απόψεων» δήλωσε ο πρώτος σύμβουλος του προέδρου Ντέιβιντ Αξελροντ.

Μια ουσιαστική διαφορά τακτικής στην κυβερνητική λειτουργία από την τακτική του Τζορτζ Μπους γίνεται στις προτεραιότητες. Ο Μπους «προσάρμοζε» όλα σχεδόν τα μέτρα και τις αποφάσεις του στον ρυθμό και στην πολιτική των οργάνων ασφαλείας. Ο Ομπάμα φαίνεται ότι θα καταργήσει αρκετά «στοιχεία» του συστήματος ασφαλείας που έδρευε στον Λευκό Οίκο, λ.χ. το Συμβούλιο Εσωτερικής Ασφάλειας- ίσως το εντάξει στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας- και θα καταργήσει τον «πολεμικό τσάρο» για το Ιράκ- Αφγανιστάν, ένα περιττό δημιούργημα των Τσένι- Μπους του 2007. Πιστεύεται ότι θα επαναφέρει τις αρμοδιότητές του στο Πεντάγωνο. Εννοείται- και τονίζεται από τον κύκλο του νέου προέδρου- ότι η εθνική ασφάλεια παραμένει προτεραιότητα και της νέας ηγεσίας, ασχέτως από τις οποίες μεταβολές στον Λευκό Οίκο.

Δεν ικανοποίησε όλους η επιλογή των υπουργών και των συμβούλων. Ιδιαίτερα η επιλογή της Χίλαρι Κλίντον (Στέιτ Ντιπάρτμεντ), του Τίμοθι Γκέιτνερ (Οικονομίας) και του Ρόμπερτ Γκέιτς (Πεντάγωνο). Οι λεγόμενοι φιλελεύθεροι και η νεολαία που ήθελε «νέους ανθρώπους στην Ουάσιγκτον » όχι απλώς είναι απογοητευμένοι, αλλά και ανησυχούν. Μολονότι αναγνωρίζουν («Τhe Νation», 13/12) ότι « οι καιροί δεν επιτρέπουν χάσιμο χρόνου» για την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η οικονομική κρίση και το Αφγανιστάν, μολονότι δέχονται ότι «δεν είναι ώρα για πειραματισμούς » («Τhe Νew Υorker», 8/12) σημειώνουν ότι ο Ομπάμα πήρε την πολιτική ατζέντα και τη συνθηματολογία της «αριστερής πτέρυγας», λ.χ. θέματα όπως το περιβάλλον, το Γκουαντάναμο, η αποκήρυξη των βασανιστηρίων κτλ. και θέλει τώρα να αντιμετωπίσει τα σχετικά προβλήματα με πρόσωπα του Δημοκρατικού κέντρου. Υπενθυμίζεται ότι την ίδια τακτική είχε ακολουθήσει ο Τζον Κένεντι, ο οποίος τοποθέτησε τους συντηρητικούς Ντιν Ρασκ, Ρόμπερτ Μακναμάρα και Ντέιβιντ Ντίλον στα υπουργεία, κατά σειρά, Εξωτερικών, Αμυνας και Οικονομικών. Κανένας τους δεν υπήρξε επιτυχής και η προοδευτική εικόνα του Κένεντι αμαυρώθηκε από την πολιτική που άσκησαν· ο καθένας στον χώρο του.

Οι ανησυχίες τους- καλόπιστες και ως ένα βαθμό θεμελιωμένες- εξηγούνται από την πολιτική προοπτική που έχουν για τη φιλελεύθερη πτέρυγα των Δημοκρατικών. Ο Ομπάμα ανέτρεψε το μοντέλο των τελευταίων 40 ετών, κερδίζοντας τις συντηρητικές Πολιτείες του Νότου. Επικράτησε, λέγουν, και οι Δημοκρατικοί θα συνεχίσουν να επικρατούν για τα 20- 30 επόμενα χρόνια για τρεις λόγους: για λόγους δημογραφικούς, λόγω γνώσης της νέας τεχνολογίας και επειδή είχαν λύσεις σε θέματα όπως η μετανάστευση, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η οικονομική κρίση. Αν ένας από αυτούς τους τρεις λόγους εξαφανιστεί- αν λ.χ. οι Συντηρητικοί αποκτήσουν ευχέρεια με την ηλεκτρονική επικοινωνία- θα εξαφανιστεί η πλειοψηφία τους. Ενας τέτοιος κίνδυνος δεν θα υπάρξει, λέγει μελέτη του Βrookings Ιnstitution, αν ο Μπαράκ Ομπάμα «ικανοποιήσει τις φιλελεύθερες,αριστερίζουσες επιθυμίες (των Αμερικανών) τις οποίες τους υποσχέθηκε προεκλογικά· και τον υπερψήφισαν». Θα τις ικανοποιήσει; «Ναι», λένε οι επιτελείς του. Το πιστεύει και ο γάλλος υπουργός Μπερνάρ Κουσνέρ, όπως δήλωσε πρόσφατα στον βρετανικό «Guardian».

Οι προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής

Η κυρία Χίλαρι Ρόνταμν Κλίντον, υποψήφια υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ με τον Μπαράκ Ομπάμα

Με τη Χίλαρι Κλίντον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ η κυβέρνηση Ομπάμα αναμένεται να επιδείξει ιδιαίτερη δραστηριότητα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Ο Μπαράκ Ομπάμα δεν έχει δώσει μέχρι στιγμής κανένα στίγμα της πολιτικής του για τα συγκεκριμένα προβλήματα διεθνών σχέσεων εκτός από μερικές γενικότητες, όπως λ.χ. ότι η εξωτερική πολιτική του έχει σκοπό να βελτιώσει τις σχέσεις της Αμερικής με τους φίλους και συμμάχους της και ότι «θα προσπαθήσει μόνη (η Αμερική) είτε συλλογικά» να επιλύσει προβλήματα όπως το Μεσανατολικό και η κρίση στο τρίγωνο ΑφγανιστάνΠακιστάν- Ινδία. Η κυρία Κλίντον, όπως βεβαιώνει το προεδρικό επιτελείο, ενδιαφέρεται να ισχυροποιήσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αυξάνοντας το κονδύλι του προϋπολογισμού για το υπουργείο της, επαναφέροντας και δραστηριοποιώντας τον θεσμό των ειδικών απεσταλμένων οι οποίοι θα χειρίζονται συγκεκριμένα προβλήματα κατά περίσταση και αναλαμβάνοντας πολύ ενεργητικό ρόλο στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων οικονομικών προβλημάτων. Ηδη επέλεξε τους Τζέικομπ Λιου και Τζέιμς Στίνμπεργκ- και οι δύο από τον κύκλο του προέδρου Κλίντον- ως άμεσους συνεργάτες της, όπως και τους Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ και Ντένις Ρος ως έκτακτους απεσταλμένους της- για τη Μέση Ανατολή ο πρώτος και για το Αφγανο-πακιστανικό ο δεύτερος.

Οι σχέσεις με την ΕΕ, τη Ρωσία και την Κίνα είναι υψηλής προτεραιότητας, λέγουν στελέχη του νέου προεδρικού επιτελείου. Ο μέλλων πρόεδρος, σημειώνουν, «θέλει να έχει άμεσο λόγο» σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τη Μόσχα και τονίζουν ότι αυτό δεν σημαίνει πως παραμερίζεται η κυρία Κλίντον. Ο αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν φαίνεται ότι θα εποπτεύει την πορεία των σχέσεων με το Πεκίνο, ώστε να συνεχιστεί ο «στρατηγικός οικονομικός διάλογος» που εγκαινιάστηκε τα τελευταία χρόνια. Στη Μόσχα ο υπουργός Σεργκέι Λαβρόφ δήλωσε προ ημερών ότι οι πρόεδροι Μεντβέντεφ και Ομπάμα «θα συναντηθούν σύντομα» και ότι έχουν «συμφωνήσει να εργαστούν με βάση την πραγματικότητα ώστε να εξαλείψουν τις μεταξύ των χωρών τους διαφορές». Ο υπουργός δήλωσε ότι η Ρωσία είναι έτοιμη για αυτό και ότι ελπίζει «η νέα (αμερικανική) κυβέρνηση να είναι έτοιμη να εξετάσει τα υπάρχοντα προβλήματα ώστε να προχωρήσουμε σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις». Σημειώνεται ότι ύστερα από διακοπή τεσσάρων μηνών- λόγω Γεωργίας- επανελήφθησαν πρόσφατα οι συνομιλίες Ρωσίας- ΝΑΤΟ και προγραμματίζεται να επιταχυνθούν ευθύς μόλις ορκιστεί ο νέος πρόεδρος. Στην Ουάσιγκτον είναι επιφυλακτικοί σε ό,τι αφορά την πορεία των σχέσεων Ομπάμα- Μόσχας σημειώνοντας ότι εκείνο που θα κρίνει το μέλλον τους είναι το πρόβλημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς Γεωργία και Ουκρανία και η εγκατάσταση αντιπυραυλικής ασπίδας στην Πολωνία και στην Τσεχία.

Οσον αφορά τα άλλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, «όλοι έχουν να μας ζητήσουν κάτι», έλεγε προ ημερών πρόσωπο του κύκλου Ομπάμα, προσθέτοντας: «Ακούσαμε πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες από φίλους και συμμάχους». Και εξηγούσε: Το Ισραήλ προειδοποιεί ότι ο νέος πρόεδρος πρέπει να ασχοληθεί αμέσως με το Ιράν «ώστε να μην υπάρξει κενό» στην πίεση προς την Τεχεράνη, η ΕΕ καλεί τον μέλλοντα πρόεδρο «να αποκαταστήσει τακτική και ουσιαστική επικοινωνία» τόσο με την Επιτροπή όσο και με τα Συμβούλια· μάλιστα υπάρχει επίσημη πρόταση από τις Βρυξέλλες «να παρακολουθεί τις διασκέψεις κορυφής προσωπικός απεσταλμένος,ως παρατηρητής, του προέδρου». Ο Αντονι Λέικ της ομάδας Ομπάμα είχε συνομιλίες στην Ευρώπη με κυβερνητικούς αξιωματούχους τον περασμένο μήνα και λέγεται ότι υπάρχει θετική ανταπόκριση εκ μέρους του ίδιου του Ομπάμα στην πρόταση. Ακόμη και οι Ταλιμπάν έχουν υποβάλει εμμέσως πρόταση στη νέα ηγεσία. Ζητούν να γίνει σεβαστό από τις ΗΠΑ το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και υπόσχονται να προωθήσουν στο Αφγανιστάν μια «πολιτική η οποία θα αποτελεί μήνυμα ειρήνης για τον κόσμο που δεινοπαθεί από τον πόλεμο».

Στην Ουάσιγκτον παρατηρούν ότι εν όψει της αλλαγής της πολιτικής ηγεσίας στον Λευκό Οίκο σημειώνεται κάποια ποιοτική αλλαγή στο διεθνές πεδίο. Η Βόρεια Κορέα ανακοίνωσε ότι θα απαγορεύσει στο εξής την είσοδο αντιπροσώπων του ΟΗΕ στις «βιομηχανικές εγκαταστάσεις πάσης φύσεως». Το Ιράν δοκίμασε επιτυχώς νέο πύραυλο με εμβέλεια ικανή να πλήξει το Ισραήλ και τα Εμιράτα και η Ρωσία ανακοίνωσε ότι «δεν θα σπεύσει» να εγκαταστήσει αντιπυραυλικά συστήματα στο Καλίνινγκραντ αναμένοντας «εξελίξεις» στο πρόβλημα της αμερικανικής αντιπυραυλικής ασπίδας.

Ποιο είναι το καλό όνομα της Αμερικής
Ν α αποκαταστήσει το καλό όνομα της Αμερικής θέλει ο Μπαράκ Ομπάμα. Ευγενική φιλοδοξία, που τη διακήρυξε από την πρώτη ημέρα της προεκλογικής εκστρατείας του, συνήρπασε χιλιάδες νέους και την επαναλαμβάνει ως «στόχο υψίστης προτεραιότητας» συνεχώς. Δεν είναι εύκολη η πραγματοποίησή του αφού ακόμη και για το τι σημαίνει, για το ποιο είναι αυτό το «καλό όνομα» της Αμερικής δεν υπάρχει συμφωνία. Αν πριν από λίγα χρόνια αρκούσε μια αναθεώρηση ορισμένων αντιλήψεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για ιδεολογικές ακρότητες, σήμερα, στον 21ο αιώνα της παγκοσμιοποίησης, εκείνος που θα επιχειρήσει να εξαλείψει τις αθλιότητες της οκτάχρονης πολιτικής των Τζορτζ Μπους και Ντικ Τσένι δεν μπορεί να αγνοήσει την καταστροφή που προκάλεσε διεθνώς η ανερμάτιστη οικονομική πολιτική της Αμερικής, τον κίνδυνο που μεγαλοποίησε η καταστροφική πολιτική της Αμερικής για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, την υπονόμευση της προσπάθειας για συνεργασία εθνών, λαών, κυβερνήσεων. Εχει αντιληφθεί η νέα πολιτική ηγεσία της Ουάσιγκτον την πολυπλοκότητα του ζητήματος; Εχει καταστρώσει τη στρατηγική και την πολιτική της; Δεν αισιοδοξούν πολλοί που γνωρίζουν τα πράγματα και την ποικιλία των προβλημάτων που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά ώστε να αποκατασταθεί το καλό όνομα της Αμερικής. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που στην Ουάσιγκτον και στο εξωτερικό φοβούνται μήπως οι μεγάλες προσδοκίες καταλήξουν σε μια βαθιά απογοήτευση, που ασφαλώς θα έχει πολιτικές συνέπειες.

Η παγκόσμια κοινή γνώμη δικαιολογημένα αναμένει ότι μια από τις πρώτες πράξεις της νέας ηγεσίας θα είναι η εγκατάλειψη του δόγματος Μπους «με εμάς είτε εναντίον μας». Και ότι θα ακολουθήσει μια χειρονομία προς φίλους και συμμάχους ότι η Αμερική του Μπαράκ Ομπάμα αναγνωρίζει τον ρόλο των άλλων κρατών, ότι θέλει τη συνεργασία τους και ότι αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί μόνη της να επιλύσει ούτε το πιο απλό ζήτημα. Ορισμένοι ιδεολόγοι αναμένουν- και υπάρχει θετική ανταπόκριση από τον ίδιο τον μέλλοντα πρόεδρο- μια πρωτοβουλία του σε παγκόσμια κλίμακα που θα «ανακωδικοποιήσει» το διεθνές δίκαιο και θα βάλει την υπογραφή της Αμερικής «του» σε μια σειρά διεθνείς συμβάσεις που αρνήθηκε να αποδεχθεί το περί τον Μπους κομιτάτο των νεοσυντηρητικών, όπως λ.χ. το Διεθνές Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου, η Θαλάσσια Ζώνη Εκμετάλλευσης κτλ.

Η κακή εικόνα της Αμερικής δεν σχηματίστηκε μόνο εξαιτίας της επίθεσης στο Ιράκ και όλου του συστήματος απάτης που προηγήθηκε. Γι΄ αυτό η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ- όταν και ως όποιο βαθμό πραγματοποιηθεί- δεν αλλάζει την εικόνα ούτε στο εξωτερικό ούτε στο εσωτερικό. Η σχετική ατζέντα είναι πολύ ευρύτερη. Ο Ομπάμα πρέπει να ακυρώσει δεκάδες προεδρικά διατάγματα και αποφάσεις που υπονόμευσαν το κύρος και το έργο του Κογκρέσου, που νομιμοποίησαν την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των πολιτών- να καταργήσει την περιώνυμη Πατριωτική Πράξη· να ακυρώσει τις προεδρικές «οδηγίες» που έδωσαν στο FΒΙ δικαιώματα που μόνο επί της σκληρής ηγεσίας Χούβερ ίσχυαν, που νομιμοποίησαν τα βασανιστήρια, που επέτρεψαν στη CΙΑ να απάγει στο εξωτερικό κατά βούληση «υπόπτους» και να δημιουργεί μυστικές φυλακές στο εξωτερικό κτλ. Και, φυσικά, αναμένουν να καταργήσει το ταχύτερο το Γκουαντάναμο.