Σε μια βιβλιοκρισία που δημοσιεύθηκε το 1931 στο επιστημονικό περιοδικό Τhe Εconomic Journal που εξέδιδε η Royal Εconomic Society του Λονδίνου, η οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει δύο χρόνια νωρίτερα, το 1929, περιγράφεται ως «κρυφό μυστήριο» (hidden mystery). Μπορεί αυτό στα ελληνικά να είναι ταυτολογία γιατί τα μυστήρια ή είναι κρυφά ή δεν είναι μυστήρια, αλλά με την επανάληψη δηλώνεται έμφαση σε κάτι που δεν μπορούμε να καταλάβουμε, στο μέγεθος της απορίας. Ογδόντα χρόνια από τότε όλοι οι οικονομολόγοι πρώτης γραμμής (αλλά και οικονομικοί ιστορικοί), φιλελεύθεροι και νεοφιλελεύθεροι, μεταρρυθμιστές και μαρξιστές, από τον Κέινς ως τον Χάγεκ, από τον Κοντράντιεφ ως τον Πολάνιι, από τον Γκαλμπρέιθ ως τον Φρίντμαν και τον τωρινό επικεφαλής της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας Μπεν Μπερνάνκι δοκίμασαν να αναμετρηθούν με την κρίση όπως οι ήρω ες των παραμυθιών με τον δράκο που φύλαγε το μυστικό της πριγκιποπούλας. Παρ΄ όλες τις προσπάθειες ένα κοινά αποδεκτό συμπέρασμα δεν προέκυψε. Και η περιγραφή και οι ερμηνείες εκείνης της κρίσης διαφέρουν διαμετρικά η μία από την άλλη. Για τους μεν φταίει η ελεύθερη αγορά.
Μόνιμος εφιάλτης
Για τους δε φταίει η παρέμβαση του κράτους που επιδείνωσε την αρχική κρίση, εμποδίζοντας την αγορά να αυτοϊαθεί. Μερικοί αποδίδουν την κρίση σε λόγους που έχουν να κάνουν με τη νομισματική κυκλοφορία, άλλοι στην ανεπαρκή ζήτηση που, για πολλούς, προερχόταν από την εισοδηματική ανισότητα. Υπάρχουν εκείνοι που επικαλούνται τη συγκυρία μετά τον Α Δ Παγκόσμιο Πόλεμο και το βάρος των πολεμικών αποζημιώσεων, άλλοι που την απέδωσαν σε δομικούς λόγους και στην απαξίωση επενδύσεων εξαιτίας της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, κάτι που είχε αναλύσει ο Μαρξ ως εγγενές στην επέκταση της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ως σήμερα η ανάλυση της κρίσης εξαρτάται από την πολιτική που πρεσβεύει κάθε ρεύμα οικονομικής σκέψης, αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο: η ανάλυση της κρίσης αποτελεί λυδία λίθο κάθε οικονομικής θεωρίας. Ολα αυτά θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για να δικαιώσουν τις επιφυλάξεις της μεταμοντέρνας κριτικής στα θεωρούμενα πιο σκληρά καρύδια των κοινωνικών επιστημών, δηλαδή την οικονομική ιστορία και την οικονομική θεωρία. Δείχνουν όμως ότι επί ογδόντα χρόνια κάτω από το μαξιλάρι μας κρύβεται ένας εφιάλτης: η οικονομική κρίση, το κραχ, η μεγάλη ύφεση του 1929, τα σταφύλια της οργής, οι ουρές των ανέργων, οι θεαματικές αυτοκτονίες από τους ουρανοξύστες, το λυκόφως της σύντομης δημοκρατίας του Μεσοπολέμου.
Σήμερα με περισσή ευκολία γράφεται ότι η κρίση ξεπεράστηκε με την εφαρμογή της περίφημης συνταγής του Κέινς «βάλτε τους ανέργους να ανοιγοκλείνουν τρύπες στον δρόμο και πληρώστε τους· η δημιουργία εισοδήματος θα αναζωογονήσει την οικονομία». Ωστόσο οι άνεργοι απορροφήθηκαν μόλις το 1939, όταν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος, η μισή εργατική δύναμη είχε επιστρατευθεί και οι εξοπλιστικές βιομηχανίες δούλευαν στο φουλ. Χρειάστηκε ένας πόλεμος, ο μεγαλύτερος και αιματηρότερος παγκόσμιος πόλεμος ως τότε, για να εφαρμοστεί η κεϊνσιανή πολιτική και οι διάφορες παραλλαγές της από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα, με κύριο προσανατολισμό την πλήρη απασχόληση. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η θατσερική και η ριγκανική αντικατάσταση του κεϊνσιανού δόγματος στην οικονομία επικαλέστηκε τον Φρίντριχ Χάγεκ, τον αυστριακό οικονομολόγο που κατασκεύασε τη θεωρία του τον καιρό της κρίσης και πάνω στην εμπειρία της. Αλλά τόσο με την κεϊνσιανή πολιτική και δημιουργία εισοδημάτων με κρατική καθοδήγηση όσο και με τη νεοφιλελεύθερη, δηλαδή με το πλαστικό χρήμα και τους πύργους που χτίστηκαν από επάλληλες επιδανειοδοτήσεις, η κρίση του 1929 ήταν συνεχώς παρούσα ως το απωθημένο της οικονομικής πολιτικής. Τώρα ο εφιάλτης αυτός επιστρέφει σαν τα έντομα που μεταλλάχθηκαν από τα εντομοκτόνα ή τα μικρόβια που τρέφονται από τα αντιβιοτικά. Από ΄δώ προέρχεται και ο τρόμος των αγορών, των πολιτικών, αλλά και των απλών ανθρώπων. Αν και τα δύο δοκιμάστηκαν, ποια είναι η θεραπεία; Το παρελθόν δεν είναι νεκρό
Οταν ορκίστηκε πρόεδρος των ΗΠΑ το 1933 ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ είχε πει την περίφημη φράση «Δεν έχουμε τίποτε να φοβηθούμε παρά μόνο τον ίδιο τον φόβο» (We have nothing to fear but fear itself). Εννοούσε ότι ο φόβος αποτελεί παραλυτικό στοιχείο για την ανάκαμψη από την κρίση. Είναι προφανές ότι σήμερα o φόβος τρέφεται από την αδυναμία της κατανόησης του φαινομένου, και με τη σειρά του την τροφοδοτεί. Καταλαβαίνει κανείς βέβαια αυτούς που τρέχουν να καλύψουν το γνωσιακό κενό που μας δημιουργεί η κρίση με θεωρίες εξόδου από την αγορά, σαν να μην έχουν διαβάσει το περίφημο κεφάλαιο του Πολάνιι για το πείραμα του Speenhamland και σαν να μη γνωρίζουν τι συνέβη στο ένα τρίτο του κόσμου από το 1917 ως το 1989. Καταλαβαίνουμε επίσης και εκείνους που σαν να τέλειωσε η κρίση μάς λένε την ιστορία ενός καλοτακτοποιημένου κόσμου όπου η αγορά θα συνδιαλέγεται με την πολιτική και δεν θα κάνει του κεφαλιού της, όπου η Ευρώπη θα έχει την πρωτοβουλία από την Αμερική και όπου ο κόσμος θα είναι πολυπολικός, θα περνάει καλά και εμείς καλύτερα.
Καταφεύγουμε συχνά σε γνωστές ή αναλογικές ιστορίες γιατί δεν ανεχόμαστε εύκολα το γνωσιακό κενό. Αλλά αυτό είναι «ο φόβος που πρέπει να φοβόμαστε». Γιατί κρίση δεν σημαίνει διακοπή και ρήξη μόνο των οικονομικών ροών και λειτουργιών, αλλά επίσης και των διανοητικών σχημάτων και των θεωρητικών εργαλείων με τα οποία αντιλαμβανόμαστε την πορεία της οικονομίας και κυρίως τη σχέση οικονομίας και κοινωνίας. Αν η κρίση του 1929 είναι ακόμη ένα «κρυφό μυστήριο», τότε τι να πούμε για την τωρινή κρίση που συμβαίνει σε πείσμα πολιτικών που κατά βάθος ήθελαν να εξορκίσουν εκείνη την κρίση; Ισως την περίφημη φράση του αμερικανού συγγραφέα Γουίλιαμ Φόκνερ που θυμήθηκε προεκλογικά ο Ομπάμα: «Το παρελθόν δεν είναι νεκρό.Στην πραγματικότητα δεν είναι καν παρελθόν» (Τhe past is not dead. Ιn fact, it΄s not even past). *
Ο κ.Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.