Το καλοκαίρι εκείνο του 1772, στους κύκλους των μουσικών της Αυλής του πρίγκιπα Νικολάους Εστερχάζι επικρατούσε έντονη αναστάτωση. Η παραμονή του φιλόμουσου ευγενούς στο θερινό ανάκτορο Εστερχάζα- κτισμένο κατά το πρότυπο των Βερσαλλιών κάπου στην ουγγρική επαρχία- είχε παραταθεί πέραν του αναμενομένου, κρατώντας τους για καιρό μακριά από τις οικογένειές τους. Από τη θέση του Κapellmeister και βάσει των διευρυμένων αρμοδιοτήτων του ο Χάιντν ανέλαβε να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του πλούσιου εργοδότη με «όχημα» ένα καινούργιο του έργο, τη Συμφωνία αρ.45 σε φαδίεση ελάσσονα, επονομαζομένη «Αποχαιρετισμός». Στο adagio του τελευταίου μέρους, ένας ένας οι μουσικοί έσβηναν το κερί που έκαιγε στη θέση τους και εγκατέλειπαν το προσκήνιο, με αποτέλεσμα στο τέλος να μείνει μόνο ο συνθέτης και ένας ακόμη έμπιστός του. Ο Νικολάους έλαβε το μήνυμα. Την επομένη, κιόλας, άπαντες αναχωρούσαν για τη «βάση» τους, το Αϊζενσταντ, προγονική εστία των Εστερχάζι.
Τo παραπάνω περιστατικό είναι ενδεικτικό του τίτλου του «Πατέρα Χάιντν» ο οποίος αποδόθηκε στον συνθέτη- έναν από τους σημαντικότερους της κλασικής περιόδου- στη διάρκεια της ζωής του με σκοπό, εκτός των άλλων, να καταδείξει τον σεβασμό τον οποίο απολάμβανε μεταξύ των υφισταμένων του μουσικών της Αυλής καθώς πάντα προσπαθούσε να διατηρεί εγκάρδια και ζεστή ατμόσφαιρα μεσολαβώντας, παράλληλα, στον πλούσιο «πάτρωνα» για τα συμφέροντά τους. Οπως χαρακτηριστικά έγραψε, άλλωστε, ο μουσικολόγος Τζον Γουέμπστερ: «Η δημόσια ζωή του Χάιντν αποτέλεσε την τέλεια ενσάρκωση ενός σημαντικού ιδεώδους της Εποχής του Διαφωτισμού:αυτό του τίμιου ανδρός».
Αναφερόμενος στον ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε ο Χάιντν στην ιστορία της μουσικής ο Γουέμπστερ υποστηρίζει: «Διέπρεψε σε κάθε μουσική φόρμα…Συχνά αποκαλείται ο πατέρας της Συμφωνίας, τίτλο τον οποίοωστόσοθα μπορούσε να υπερασπιστεί αποτελεσματικότερα και πιο δίκαια στο Κουαρτέτο Εγχόρδων. Κανένας άλλος συνθέτης δεν είναι σε θέση να συγκριθεί μαζί του σε ό,τι αφορά τον συνδυασμό παραγωγικότητας,ποιότητας και ιστορικής σημασίας σε αυτές τις φόρμες…».
Η αλήθεια είναι πάντως ότι όσο πλούσιο και εντυπωσιακό σε όγκο είναι το μουσικό του έργο- πέρα από τη Συμφωνία και το Κουαρτέτο Εγχόρδων ο Χάιντν χάρισε στην αιωνιότητα πραγματικά αριστουργήματα σε ό,τι αφορά τη φωνητική μουσική: τα Ορατόρια, τις Λειτουργίες αλλά και τις όπερές του οι οποίες ακόμη βρίσκονται στο στάδιο της επανανακάλυψης- τόσο φτωχή, αναλογικά, σε γεγονότα ήταν η ζωή του.
Γιος αμαξοποιού ο Χάιντν γεννήθηκε στο Ρόραου της Αυστρίας τον Μάρτιο του 1732 και από πολύ μικρός φανέρωσε την κλίση του στη μουσική. Καθώς οι γονείς του ήταν κάθε άλλο παρά αντίθετοι- χρόνια αργότερα ο συνθέτης δήλωνε πως η οικογένειά του ήταν εξαιρετικά φιλόμουση και όχι σπάνια τραγουδούσαν όλοι μαζί, με τη συνδρομή των γειτόνων-, σε ηλικία πέντε ετών τον έστειλαν στο σπίτι κάποιου συγγενούς στο Χάινμπουργκ προκειμένου να εκπαιδευτεί μουσικά. Τρία χρόνια αργότερα πήγε στη Βιέννη ως μέλος της χορωδίας του Αγίου Στεφάνου. Ωσπου να προσληφθεί στην Αυλή του πρίγκιπα Πάουλ Εστερχάζι το 1761 έκανε διάφορες δουλειές ενώ έναν χρόνο νωρίτερα νυμφεύθηκε τη μεγαλύτερη αδελφή μιας γυναίκας την οποία είχε ερωτευθεί στο παρελθόν. Ωστόσο δεν επρόκειτο για ευτυχισμένο γάμο και το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά. Καθώς οι νόμοι της εποχής δεν επέτρεπαν τη λύση του, αμφότεροι οι σύζυγοι αναζήτησαν παρηγοριά στην αγκαλιά εραστών.
Στην υπηρεσία των Εστερχάζι ο Χάιντν παρέμεινε 30 χρόνια καθώς τόσο ο Πάουλ όσο και ο διάδοχός του Νικολάους ήταν εξαιρετικά φιλόμουσοι. Οι αρμοδιότητές του ήταν πολλές: φρόντιζε για τους μουσικούς της Αυλής, διηύθυνε την ορχήστρα, διασκεύαζε και διηύθυνε παραστάσεις όπερας, συμμετείχε σε σύνολο μουσικής δωματίου και φυσικά συνέθετε πλήθος έργων. Σταδιακά, η φήμη του άρχιζε να εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Ιδιαίτερη επιτυχία γνώρισε, εξάλλου, στη διάρκεια των δύο ταξιδιών του στο Λονδίνο στις περιόδους 1791-1792 και 1794-1795. Στο μεσοδιάστημα δέχθηκε ως μαθητή τον νεαρό, τότε, Μπετόβεν αλλά η σχέση τους υπήρξε δύσκολη. Αντιθέτως, εξαιρετικά καλή υπήρξε η σχέση του με τον- επίσης πολύ νεότερό του- Μότσαρτ με τον οποίο αλληλοεκτιμώνταν, βαθιά. Πηγές αναφέρουν ότι οι δυο τους έπαιζαν από κοινού καμιά φορά σε κουαρτέτα εγχόρδων. Ευσεβής καθολικός, φύση χαρούμενη και αισιόδοξη έστω και αν στα τελευταία – επιβεβαρημένα από προβλήματα υγείας- χρόνια της ζωής του αναφέρονται περίοδοι κατάθλιψης, ο Χάιντν άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 77 ετών στις 31 Μαΐου του 1809, στη διάρκεια της γαλλικής κατοχής της Βιέννης. Διακόσια χρόνια αργότερα η αυστριακή πρωτεύουσα τιμά την επέτειο, δίνοντας τον τόνο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Γκέοργκ Φρήντριχ Χέντελ, (23.2.1685 – 14 .4.1759)
250 ΧΡΟΝΙΑ από τον θάνατό του
Γεννημένος στη Χάλη της Γερμανίας το 1685 ο – πολιτογραφημένος Αγγλος από το 1 726- συνθέτης,πέρα από τα θαυμάσια ορατόριά του, έμεινε στην ιστορία για τις όπερες και τα concerti grossi. Καίτοι δεν επέφερε «επαναστάσεις» στην οπερατική μορφή,«σφράγισε» το είδος με την καινοτόμο ιδιοφυΐα του.Εντονα επηρεασμένος από τις τεχνικές των μεγάλων συνθετών του ιταλικού μπαρόκ και του άγγλου συνθέτη Χένρι Πέρσελ, πέρα από τον Μπετόβεν,τη μουσική του γνώριζαν και εκτιμούσαν και άλλοι «ογκόλιθοι» των κατοπινώ ν χρόνω ν,όπως ο Χάιντν και ο Μότσαρτ.
Φέλιξ Μέντελσον, (3.2.1809 – 4.11.1847)
200 ΧΡΟΝΙΑ από τη γέννησή του
«Παιδί-θαύμα» στο πιάνο έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση σε ηλικία εννέα ετών ενώ,ήδη παραγω γικότατος συνθέτης στα 12 του,ανέπτυξε θερμή φιλία με τον 72χρονο- τότε- Γκαίτε.Το συνθετικό έργο του περιλαμβάνει συμφωνίες,κοντσέρτα,ορατόρια, έργα για πιάνο και μουσική δωματίου.Υστερα από μακρά περίοδο σχετικής αμφισβήτησης λόγω των μεταβολών στο μουσικό γούστο,του αντισημιτισμού του τέλους του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα αλλά και της αίσθησης ότι η ζωή του υπήρξε υπερβολικά άνετη,η δημιουργική του πρωτοτυπία επανεκτιμήθηκε και αποκαταστάθηκε.Προσωπικότητα πολύπλευρη,υπήρξε επίσης καλός ζωγράφος,διέθετε ευρύτατη φιλολογική μόρφωση,έγραφε σπουδαία ενώ είχε και καταπληκτική μουσική μνήμη.