Πολύ αποπνικτικά είναι εδώ μέσα τις τελευταίες ημέρες. Δεν με χωράει ο τόπος. Ασε που τα βλέπω και όλα ανάποδα. Καλή η ζέστη – το μετεωρολογικό δελτίο λέει για σήμερα, όπως και για κάθε ημέρα, 39 βαθμούς Κελσίου-, καλή η τσάμπα τροφή χωρίς να κουράζομαι, αλλά δεν μπορώ ούτε να κουνηθώ. Καλοί και οι εννέα μήνες που έχω περάσει στο μικρό υγρό σπιτάκι μου, δεν λέω, αλλά έχω αρχίσει να βαριέμαι κιόλας. Βέβαια θα ήταν καλύτερο να μην γκρινιάζω. Πόσοι ζουν την σήμερον ημέραν με τέτοια ασφάλεια και χωρίς άγχος; Αντε καλέ, μια χαρά είμαι. Ο καλύτερος.

Ας ρίξω ένα χασμουρητό. Τι άλλο να κάνω να περάσει η ώρα; Ας πιάσω λίγο αυτό που περισσεύει εκεί, κάτω από την κοιλιά μου. Θα έκανα και μια τούμπα αλλά είπαμε, δεν έχω χώρο. Και αυτή η μαμά μου δεν έχει βάλει τίποτε στο στόμα της σήμερα. Και έχω τρελή όρεξη για μπανάνακαι λίγη σοκολάτα δεν θα έβλαπτε. Δεν ξέρω τι της συμβαίνει σήμερα. Δεν έχει ασχοληθεί μαζί μου καθόλου. Αλλες ημέρες μου μιλάει, με χαϊδεύει (εξ αποστάσεως βέβαια), τρώει, πίνει. Σήμερα όμως τίποτε. Καταλαβαίνω εγώ, κάτι συμβαίνει. Είναι ανήσυχη. Δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα. Για την ακρίβεια δεν τα βλέπω καθόλου, αλλά καταλαβαίνω εγώ. Κάτι κακό θα γίνει. Να το, ήδη γίνεται. Το μικρό, υγρό σπιτάκι μου δεν με θέλει πια. Οι τοίχοι έχουν πέσει να με πλακώσουν και το νερό για κολύμπι είναι ξαφνικά λιγότερο. Σιγά, μην σπρώχνετε!

Ακριβώς πάνω στο σπρώξιμο των τοίχων αρχίζει να φωνάζει και η μαμά σε έναν κύριο που λέει συνεχώς ότι είναι μπαμπάς μου. «Εχω διαστολή, το νιώθω. Είδα λίγο αίμα. Μάλλον έφθασε η ώρα. Πάρε τον γιατρό!». Ο κύριος μπαμπάς μου μιλάει στον κύριο γιατρό που είπε η μαμά μου. «Ο γιατρός είπε να πάμε στο μαιευτήριο» της λέει, ήρεμα μεν αλλά με τρεμάμενη φωνή. Γίνεται πανικός. Ο κύριος μπαμπάς μιλάει τώρα με μια κυρία που τη λένε γιαγιά μου, φωνάζουν όλοι μαζί, η μαμά, ο κύριος μπαμπάς και η κυρία γιαγιά που ήλθε. «Φεύγουμε» λένε συγχρόνως. Πού πάμε βρε παιδιά; Και αυτή η μαμά ξέχασε εντελώς το φαγητό. Μήπως μια μπανανίτσα για τον δρόμο;

Ούτε ώρα να σκεφτώ την μπανάνα δεν έχω πια. Πάνω που ηρεμώ λίγο, αρχίζει πάλι το σπρώξιμο των τοίχων. Μα τι συμβαίνει; Δε με θέλει πια η μαμά στην κοιλίτσα της; Στο μεταξύ έχουμε φθάσει απ΄ ό,τι καταλαβαίνω σε αυτό που ονομάζεται μαιευτήριο. Επικρατεί πανζουρλισμός. Ο κύριος μπαμπάς λέει στη μαμά ότι όλα θα πάνε καλά, κάτι άλλες γυναίκες (νοσηλεύτριες τις λέει ο κύριος μπαμπάς) ετοιμάζουν, όπως ακούω, τη μαμά (μήπως για να φάει επιτέλους;), ενώ η κυρία γιαγιά συνιστά ψυχραιμία. Παίρνω λίγο θάρρος γιατί το σπρώξιμο έχει σταματήσει εδώ και αρκετή ώρα. Μπορεί να ανησύχησα λάθος.

Τι το ήθελα και το σκέφτηκα; Το σπρώξιμο ξαναρχίζει. Στο μεταξύ έχει εξαφανιστεί η φωνή του κυρίου μπαμπά και έχει εμφανιστεί στο πλάνο αυτή του άλλου κυρίου, του κυρίου γιατρού που του μιλούσε πριν ο κύριος μπαμπάς στο τηλέφωνο. Αυτή τη φωνή δεν την ακούω τόσο συχνά όλο αυτό το διάστημα, περίπου μία φορά τον μήνα, αν και τον τελευταίο καιρό η μαμά πήγαινε πιο συχνά σε αυτόν τον κύριο γιατρό. Νομίζω μάλιστα ότι το κανονικό όνομά του είναι «γιατρέ μου», έτσι τον φωνάζει η μαμά κάθε φορά (μάλλον το «μου» είναι αυτό που λένε επίθετο). Α, εντάξει το σπρώξιμο μόλις σταμάτησε. Η μαμά πρέπει να κρυώνει. Μα πού μας έχουν πάει; Εμφανίζεται ο κύριος «γιατρέ μου» και λέει στη μαμά ότι όπως βλέπει την κατάσταση δεν θα αργήσει πολύ να γεννήσει. Τι είναι αυτό το «γεννήσει» πάλι; Μήπως κάτι σοβαρό; Τη στιγμή που με πιάνει άγχος με τη μαμά όμως, ξεκινάει το δικό μου δράμα. Μου φαίνεται ότι από το πολύ σπρώξε σπρώξε των τοίχων έχω κουνηθεί από τη θέση μου. Σαν να έχω πάει πιο κάτω. Ωραία, και σφηνωμένος κάτω και ανάποδα.

Ερχεται μια άλλη κυρία που τη λένε μαία. Μα τι θα γίνει σήμερα; Μήπως έχουμε γιορτή και είναι τόσος ο κόσμος; Λέει στη μαμά ότι «πάμε για φυσιολογικό τοκετό, χωρίς προβλήματα, όπως όλα δείχνουν». Μετά τη ρωτά: «Επιμένετε να μην γίνει επισκληρίδιος;». «Ναι, θέλω να το ζήσω» απαντάει η μαμά. Ε, για να θέλει να το ζήσει, μάλλον δεν θα έρχεται και τόσο μεγάλη καταστροφή. Με αυτά και εκείνα, σαν να έχουν περάσει πολλές ώρες. Της μαμάς τής έχουν αλλάξει θέση, αν και πάλι κάνει κρύο. Το σπρώξιμο βέβαια των τοίχων συνεχίζεται, για να μην ξεχνιόμαστε. Εκεί λοιπόν που είμαι έτοιμος να δω τι θα γίνει με την προσπάθεια «έξωσης» από το σπίτι μου, ακούω ουρλιαχτά. Η μαμά ουρλιάζει σαν κάτι σκυλιά που έχει ο γείτονάς μας. Τι της κάνουν της μανούλας μου; Οσο και αν αγαπώ όμως τη μαμά, σταματώ να ασχολούμαι μαζί της γιατί έχω μπει σε ένα τούνελ και νομίζω ότι θα πεθάνω. Ακούω τον κύριο «γιατρέ μου» να φωνάζει: «Πάρε ανάσες, σπρώξε, το μωρό έρχεται». Το μωρό είμαι σίγουρα εγώ αφού πολλές φορές με έλεγε έτσι η μαμά και ο κύριος μπαμπάς. Ερχομαι, λέει. Αλλά πού πάω; Περνάω από έναν πολύ στενό διάδρομο, με κάτι τοίχους που με πιέζουν. Δεν έχει καν νερό εδώ. «Λίγο ακόμη», φωνάζει πάλι ο κύριος «γιατρέ μου», «βλέπω το κεφάλι». Αυτό ήταν, πεθαίνω. Κρίμα, και δεν γνώρισα από κοντά τη μανούλα μου.

Τη στιγμή που είμαι σε πραγματική απόγνωση- και η μαμά το ίδιο απ΄ ό,τι καταλαβαίνω αφού φωνάζει πολύ δυνατά- αισθάνομαι κάτι να πιάνει και να τραβάει το κεφάλι μου. Μα τι έκανα; Ποιον πείραξα; Τι θα γίνει τώρα; Γιατί δεν με αφήνουν στο σπίτι μου; Το τράβηγμα γίνεται ακόμη πιο δυνατό και εγώ γλιστράω τώρα πιο εύκολα μέσα στον στενό, γλιστερό, κόκκινο διάδρομο. Ωχ, ο διάδρομος τελειώνει. Τι είναι αυτό στο τέλος του; Μου καίει τα μάτια. «Μια τελευταία προσπάθεια και τον έχω» λέει ο κύριος «γιατρέ μου». Η μαμά ουρλιάζει και… γλιστράω με ορμή έξω από τον διάδρομο. Αυτό ήταν, πέθανα. Κάνει απίστευτο κρύο, τρέμω. Νομίζω ότι θα σκάσω, δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Το υγρό μέσα στο κέντρο του κορμιού μου προσπαθεί να βγει. Πρέπει να κάνω κάτι για να ζήσω. Τι όμως; Δεν ξέρω. «Ουά, ουά, ουά». Αυτό πάλι τι ήταν; Αχ, με αυτό το «ουά» νομίζω ότι νιώθω καλύτερα. «Να σου ζήσει ο γιος!» λέει ο κύριος «γιατρέ μου». Εγώ γιατί είμαι πάλι ανάποδα; Συνεχίζω ακάθεκτος το «ουά» γιατί μόνο αυτό με βοηθάει να μείνω στη ζωή. Μόλις τώρα ο κύριος «γιατρέ μου» έκοψε με κάτι κρύο το σωληνάκι της τροφής μου. Είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για σχέδιο δολοφονίας. Περνάω σε άλλα χέρια. Κάτι μου κάνουν που δεν καταλαβαίνω, αχ, τουλάχιστον με τύλιξαν με ένα πράγμα που με ζεσταίνει. Ισως αυτοί να είναι πιο καλοί άνθρωποι. Τι θα απογίνω; Πρέπει να βρω τη μαμά μου μήπως με σώσει.

«Πώς σου φαίνεται το φως, μικρέ μου;» λέει μια κυρία από εκείνες που τις λένε μαίες. Φως λέγεται αυτό που μου καίει τα μάτια; Πού είναι η μαμά μου; Τι κακό έκανα και έφυγα από το ασφαλές σπιτάκι μου για να βρεθώ σε αυτό το κρύο σπίτι που έχει και αυτό που ονομάζουν φως; Ξαφνικά, η κυρία μαία με παίρνει και με αφήνει επάνω σε ένα σώμα. Αχ, η μανούλα μου. Είμαι σίγουρος, ακούω την καρδιά της όπως τότε. Μανούλα μου, τι κάνεις; Η μαμά ρίχνει επάνω στο κεφάλι μου μικρές σταγόνες ζεστό, αλμυρό νερό. «Μωρό μου» λέει, όπως τότε. Ας σταματήσω το «ουά», τα πράγματα πάνε καλύτερα. Είμαι επάνω στη μαμά και νιώθω καλά. Ούτε κρυώνω τόσο πια. Ακούω ότι σε λίγο θα γνωρίσω και τον κύριο μπαμπά και την κυρία γιαγιά. Μάλλον θα συνηθίσω και σε αυτό το νέο, μεγάλο σπίτι. Ω τι κόσμος, μαμά!..