Μετά τη δολοφονία της 6ης Δεκεμβρίου στην Αθήνα, καθώς και μετά την έκδοση πορισμάτων για την υπόθεση της Μονής Βατοπαιδίου, έγινε συζήτηση για «πολιτικές ευθύνες». Η ανάληψη της «αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης» για την τελευταία υπόθεση θεωρήθηκε σημαντικό γεγονός. Ωστόσο η ανάληψη πολιτικής ευθύνης δεν έχει περαιτέρω συνέπειες, ενώ η απόδοση πολιτικής ευθύνης έχει περιορισθεί στην αποδοκιμασία ενός κόμματος ή υποψήφιου βουλευτή στις εκλογές. Το αποτέλεσμα είναι ότι η πολιτική ουσιαστικά έχει αποσυνδεθεί από την ευθύνη. Μοιάζει με υλικό από νάιλον που μπορείς εύκολα να το ξεχειλώσεις ή να το τρυπήσεις. Αν η πολιτική συνδεόταν με την ευθύνη, τότε περιοδικά στη δημόσια σφαίρα θα ρωτούσαμε, μεταξύ άλλων, τα εξής: δρουν οι πολιτικοί με αξιοπιστία, συνοχή και φρόνηση; Λογοδοτούν στον λαό, στο διάστημα ανάμεσα στις εκλογές, μέσω ανοιχτών, συμμετοχικών και διαφανών διαδικασιών;

Απεκδυμένη από το ευρύτερο νόημά της, η πολιτική ευθύνη εμφανίζεται είτε ως μια ευκολία είτε ως μια δυσκολία. Πρόκειται για την ευκολία με την οποία εκλεγμένοι ηγέτες, από το επίπεδο της κυβέρνησης ως εκείνο του σωματείου, δηλώνουν «αναλαμβάνω εγώ την πολιτική ευθύνη», προκειμένου να υπερκεράσουν αντίθετες γνώμες, προσδοκίες σύμφυτες με τον θεσμό τον οποίο υπηρετούν ή ακόμη και τα όρια του νόμου. Αλλοι πάλι δείχνουν δυσκολία να εμμείνουν στις παραιτήσεις τους. Αν η πολιτική ευθύνη δεν είχε χάσει το νόημά της, τότε θα επέμεναν στις παραιτήσεις τους, ακόμη και αν ο πολιτικός προϊστάμενός τους δεν τις έκανε δεκτές ή οποιοσδήποτε άλλος τούς παρακαλούσε να τις αποσύρουν. Ωστόσο αυτό δεν είναι μόνο θέμα χαρακτήρα ενός πολιτικού.

«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»

Ο Πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για την υπόθεση της Μονής Βατοπαιδίου κ. Χρ. Μαρκογιαννάκης (δεύτερος από αριστερά) και τα μέλη του προεδρείου κκ. Ελ. Αυγενάκης (αριστερά) και Ν. Δένδιας (στο κέντρο) παραδίδουν στον Πρόεδρο της Βουλής κ. Δ. Σιούφα το πόρισμα της επιτροπής

Υπάρχουν πολλές αιτίες για την ανυπαρξία ευθύνης ή έστω για την ευθύνη από νάιλον. Πρώτη αιτία είναι το ότι συχνά πρυτανεύει η «ηθική των απώτερων στόχων», αντί για την «ηθική της ευθύνης». Η γνωστή διάκριση του Μαξ Βέμπερ αναφέρεται στο πώς αποφασίζουν οι πολιτικοί. Οποιος υπηρετεί έναν στόχο χωρίς ενδοιασμούς για τα μέσα επίτευξής του, ενεργεί σκεπτόμενος ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Ασπάζεται την «ηθική των απώτερων στόχων», επειδή θεωρεί ότι έχει ευθύνες μόνο απέναντι στις επόμενες γενιές («θα τον κρίνει η Ιστορία») ή στην παράταξή του ή σε κάποια υπερφυσική οντότητα ή σε όσους θα τον κρίνουν εκ του αποτελέσματος. Αν, αντίθετα, ο πολιτικός ασπάζεται την «ηθική της ευθύνης», τότε ενεργεί με γνώμονα τις προβλέψιμες συνέπειες των πράξεών του, αξιολογώντας τες με βάση την τυχόν βλάβη την οποία οι ενέργειές του θα προξενήσουν. Σε στιγμές κρίσης ο πολιτικός των «απώτερων στόχων» θα κινήσει τον τροχό της Ιστορίας προς τα εμπρός. Ωστόσο ο περισσότερο διστακτικός πολιτικός της «ευθύνης» δεν έχει ταπεινότερο ρόλο. Μάλιστα ο τελευταίος, αντίθετα με τον πολιτικό των «απώτερων στόχων», γνωρίζει ότι είναι αδικαιολόγητη η χρήση ανήθικων ή έστω δυσανάλογων μέσων.

Αλλη αιτία είναι η διάχυση πολιτικής απάθειας και κυνισμού, τάση που εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η λογοδοσία, ως συστατικό της πολιτικής ευθύνης, πάσχει όχι μόνο γιατί οι κυβερνώντες δεν λογοδοτούν, αλλά και γιατί οι κυβερνώμενοι δεν ενδιαφέρονται να τους ζητήσουν τον λόγο. Πρόσθετη αιτία είναι η έλλειψη μηχανισμών ουσιαστικού ελέγχου, ή μάλλον η θέσπιση τόσο δυσκίνητων μηχανισμών ώστε ο έλεγχος να ακυρώνεται στην πράξη. Αναστρέψιμες συνέπειες
Μία ακόμη αιτία είναι η άνιση ποιότητα του πολιτικού προσωπικού και η πεποίθηση μερίδας του προσωπικού αυτού ότι καμία ενέργεια δεν συνεπάγεται ανέκκλητες συνέπειες. Δεν υπάρχουν μόνιμες κυρώσεις, πέραν της εξαναγκαστικής, αλλά συνήθως προσωρινής, «εξόδου» από την Κοινοβουλευτική Ομάδα ή την κυβέρνηση ή της απώλειας της βουλευτικής έδρας στις επόμενες (αλλά ίσως όχι στις μεθεπόμενες) εκλογές. Σε ακραίες περιπτώσεις, ο πολιτικός δεν συμπεριλαμβάνεται στα εκλογικά ψηφοδέλτια, πράγμα που επίσης διορθώνεται, αν διαθέτει κανείς υπομονή ώσπου να ξεχαστεί το θέμα του.

Συντηρητικοί σχολιαστές θα πρόσθεταν ως αιτία του φαινομένου τη γενικότερη «κουλτούρα της ατιμωρησίας». Δεν πρόκειται όμως για κάτι τόσο στενό. Το ευρύτερο πρόβλημα είναι ότι παρατηρείται έντονος φορμαλισμός (πληθώρα αντιφατικών και τροποποιούμενων κανόνων) ταυτόχρονα με ιδιαίτερα επιλεκτική εφαρμογή ή πλήρη αδρανοποίηση των κανόνων. Οταν οι κανόνες δεν εφαρμόζονται ποτέ ή μόνον επιλεκτικά, τότε είναι σαν να μην υπάρχουν καθόλου κανόνες. Τούτο αποτελεί πρόβλημα κυρίως για τους φτωχότερους και τους ανίσχυρους, καθώς οι κοινωνίες θεσπίζουν κανόνες προκειμένου, μεταξύ άλλων, να επιλύονται οι διενέξεις χωρίς να επικρατεί το «δίκαιο του ισχυρότερου». Χωρίς τους κανόνες (και χωρίς τους θεσμούς που τους εφαρμόζουν) οι φτωχότεροι και οι ανίσχυροι πάντοτε θα υποτάσσονταν στους πλουσιότερους και στους ισχυρότερους. Αρα η επιλεκτική εφαρμογή ή η μη εφαρμογή των κανόνων δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη. Είναι λοιπόν προφανές ότι δεν φταίει μόνον η προσωπικότητα ορισμένων πολιτικών για την επικράτηση της πολιτικής χωρίς ευθύνη. Ο μετασχηματισμός της σε υπεύθυνη πολιτική θα απαιτούσε όχι μόνον αλλαγές προσώπων, αλλά και θεσμών, διαδικασιών και κουλτούρας.

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.