Τo κλίμα που επικρατεί στην αγορά είναι καταστροφικό. Ολοι προεξοφλούν ότι το χειρότερο σενάριο θα βρει και στην ελληνική αγορά την πλήρη εφαρμογή του. Οι καταναλωτές φοβισμένοι – για όσα εκτιμούν ότι θα συμβούν – έχουν ήδη αρχίσει να περιορίζουν τις δαπάνες τους και οι επιχειρήσεις έντρομες διαπιστώνουν ότι η κρίση είναι ήδη παρούσα στην ελληνική αγορά. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες για τους δικούς τους λόγους έχουν περιορίσει σημαντικά την πιστοδότηση επιχειρήσεων και καταναλωτών. Ολες οι προϋποθέσεις για να είναι το 2009 μια εξαιρετικά κακή χρονιά «βρίσκονται εδώ». Δύο μεγάλες έρευνες που πραγματοποίησαν προσφάτως το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΕΒΕΑ) και το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΒΕΑ) επιβεβαιώνουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το χειρότερο σενάριο θα επαληθευθεί τον επόμενο χρόνο. Η αρχή θα γίνει τους πρώτους μήνες του νέου έτους και κυρίως από τον Ιανουάριο- έναν κατά τεκμήριον «ασθενή» εμπορικά μήνα-, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση ακολουθεί μια εορταστική αγορά που σίγουρα δεν θυμίζει σε τίποτε παλαιότερες χρονιές και γι΄ αυτό αναμένεται να είναι χειρότερος σε σχέση με άλλα χρόνια. Ο αριθμός των ακάλυπτων επιταγών αυξάνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, ενώ ο χρόνος πίστωσης στις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων έχει επιμηκυνθεί κατά τουλάχιστον δύο μήνες- δηλαδή από έξι σε οκτώ ή από οκτώ σε δέκα μήνες-, γεγονός που αναγκάζει πολλές επιχειρήσεις να αναζητούν εναγωνίως κεφάλαια κίνησης, των οποίων το τραπεζικό επιτόκιο είναι σημαντικά υψηλότερο.

Αν και τουλάχιστον οι επιχειρήσεις αδυνατούν να προβλέψουν το μέγεθος και τη διάρκεια της κρίσης, ωστόσο οι φόβοι τους αφορούν κυρίως- και κατ΄ αρχήν- το πρώτο εξάμηνο του 2009. Κι ως εκ τούτου προβάλλει απειλητικός ο κίνδυνος των απολύσεων. Επ΄ αυτού είναι χαρακτηριστικό το εύρημα έρευνας που πραγματοποίησε η διοίκηση του ΒΕΑ μεταξύ των μελών της.

Σύμφωνα με αυτό εκτιμάται ότι περίπου 18.000 απολύσεις στην κατηγορία των μικρών και πολύ μικρών μεταποιητικών επιχειρήσεων είναι πιθανές. Βεβαίως ο κίνδυνος των απολύσεων δεν αφορά μόνο τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, αλλά και τις μεσαίου και μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις, όπως τουλά χιστον φάνηκε από αντίστοιχη έρευνα του ΕΒΕΑ.

Ειδικότερα περί τις 18.000 θέσεις εργασίας σε μικρές βιοτεχνικές επιχειρήσεις κινδυνεύουν άμεσα στο πρώτο εξάμηνο του 2009, ενώ η μείωση του τζίρου στο τελευταίο τρίμηνο κυμαίνεται από 9,4% ως και 50%. Σύμφωνα με την έρευνα της εταιρείας Μarc που έγινε για λογαριασμό του ΒΕΑ- σε δείγμα 450 επιχειρήσεων στις 27 και 28 Νοεμβρίου, με θέμα «Οι επιπτώσεις της κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις» – το 90% των επιχειρήσεων που είναι μέλη του ΒΕΑ αντιμετωπίζει σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό προβλήματα λόγω της οικονομικής κρίσης και της ψυχολογίας της αγοράς. Η μείωση τζίρου, η έλλειψη ρευστότητας και τα προβλήματα με τις τράπεζες αποτελούν βραχνά για την πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόνο σε ένα μικρό ποσοστό 8,2% οι βιοτέχνες και οι επαγγελματίες δηλώνουν ότι δεν έχουν επηρεαστεί από την οικονομική κρίση.

Το 83,1% των μελών του έχει μείωση του τζίρου της επιχείρησής τους το τελευταίο τρίμηνο σε σχέση με πέρυσι και η μέση μείωση στον τζίρο των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι της τάξεως του 33,2%. Συγκεκριμένα, μείωση ως 20% αναφέρει το 25,9% των επιχειρήσεων, από 20% ως 35% αναφέρει το 27,7%, από 35% ως 50% αναφέρει το 20%, ενώ μείωση πάνω από 50% του τζίρου δηλώνει το 9,4% των επιχειρήσεων. Μόνο ένα 12,5% δεν διαπιστώνει αξιοσημείωτη διαφορά σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, αλλά υπάρχει και το 4,5% των επιχειρήσεων το οποίο έχει αύξηση πωλήσεων. Το 69,9% αντιμετωπίζει αυτή την περίοδο σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας. Από την ανάλυση των στοιχείων της έρευνας προκύπτει ότι το σχετικά μεγαλύτερο πρόβλημα ρευστότητας το αντιμετωπίζουν οι πολύ μικρές ατομικές επιχειρήσεις (72,3%), οι οποίες αποτελούν και την πλειονότητα των μελών του ΒΕΑ. Η συντριπτική πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων βρίσκει κλειστές τις πόρτες των τραπεζών. Το 23,1% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αντιμετωπίζει προβλήματα συνεργασίας με την τράπεζα με την οποία συναλλάσσεται. Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με τις τράπεζες εντοπίζεται στις ΕΠΕ και στις ΑΕ, όπου αναφέρονται προβλήματα από το 34,4%. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ένας στους οκτώ επαγγελματοβιοτέχνες (13,6%) εκλήθη από την τράπεζα με την οποία συνεργάζεται για επαναδιαπραγμάτευση των δανείων ή των πιστώσεων με δυσμενέστερους γι΄ αυτόν όρους. Αυτό σημαίνει ότι από το σύνολο των επαγγελματοβιοτεχνών που έχουν τέτοιου είδους συναλλαγές με τράπεζες εκλήθη ως τώρα για επαναδιαπραγμάτευση ο ένας στους τέσσερις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το 40% όσων κλήθηκαν για επαναδιαπραγμάτευση αναγκάστηκε να συμφωνήσει, ενώ το 60% βρίσκεται σε εκκρεμότητα.

Η μία στις τέσσερις επιχειρήσεις που ανήκουν στο ΒΕΑ (24,3%) έχει ζητήσει αυτή την περίοδο χρηματοδότηση από την τράπεζα και μόνο το ένα στα τρία αιτήματα δανειοδότησης έγινε αποδεκτό από την τράπεζα με τους ίδιους όρους που ίσχυαν και πριν. Στο 1/3 των περιπτώσεων η τράπεζα δέχθηκε μεν να χορηγήσει δάνειο αλλά με πιο δυσμενείς όρους, ενώ στο 1/3 των περιπτώσεων η απάντηση της τράπεζας ήταν αρνητική. Ωστόσο σε ποσοστό 69,2% οι επαγγελματοβιοτέχνες εκτιμούν ότι οι επιχειρήσεις τους θα νιώσουν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις τις κρίσης μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2009. Η απαισιοδοξία των μελών του ΒΕΑ αποτυπώνεται και στις εκτιμήσεις για τον τζίρο του επόμενου έτους. Η συντριπτική πλειονότητα των επαγγελματοβιοτεχνών αναμένει ακόμη μεγαλύτερη μείωση του τζίρου για το 2009. Το 45,4% μά

λιστα αναμένει σημαντική μείωση και το 29,6% μικρότερη. Τζίρο στα ίδια περίπου επίπεδα με τον εφετινό αναμένει το 10,8%, ενώ μόνο το 3,7% ελπίζει σε κάποια αύξηση.

Και φυσικά ο κίνδυνος των απολύσεων προβάλλει απειλητικός. Η σκέψη για μείωση του προσωπικού απασχολεί το 29,9% των μελών του ΒΕΑ. Μάλιστα το 18% θεωρεί αναπόφευκτο ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αλλά τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης θεωρούνται ανεπαρκή από το 78,1% των ερωτωμένων ή μάλλον ανεπαρκή, ενώ μόνο το 9,6% επαρκή ή μάλλον επαρκή.

Εν τω μεταξύ, οι δύο στις τρεις επιχειρήσεις-μέλη του ΕΒΕΑ έχουν επηρεαστεί- άλλες λιγότερο και άλλες περισσότεροαπό την οικονομική κρίση και οι τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις σκέφτονται να κάνουν απολύσεις, σύμφωνα με έρευνα της Κάπα Research σε δείγμα 630 επιχειρήσεων στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Η κρίση έχει επηρεάσει το 61,9% αρκετά και σε μεγάλο βαθμό, το 30,3% δεν έχει επηρεαστεί και τόσο, ενώ μόνο το 7,6% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι δεν έχει επηρεαστεί καθόλου. Το 57,6% των ερωτηθέντων επιχειρηματιών απάντησε ότι η κρίση έχει επηρεάσει τη ρευστότητά τους, το 55,2% τις πωλήσεις, το 36,3% το κόστος του χρήματος και το 34,1% τα κέρδη. Ωστόσο έχει σημασία για το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στην αγορά το γεγονός ότι το 49,3% των ερωτηθέντων πιστεύει πως στην Ελλάδα η κρίση θα είναι εξίσου έντονη ή και εντονότερη απ΄ ό,τι στις άλλες χώρες και το 48,7% πως θα είναι λιγότερο έντονη. Η πλειονότητα των επιχειρηματιών (56,7%) πιστεύει ότι η κρίση θα έχει διάρκεια δύο με τρία χρόνια, το 24,2% είναι πιο αισιόδοξο και πιστεύει ότι θα έχει διάρκεια ενός έτους, ενώ οι ιδιαίτερα απαισιόδοξοι (14,8%) εκτιμούν ότι η κρίση θα διαρκέσει τέσσερα με πέντε χρόνια ή και περισσότερο.

Μέσα στη γενική κατήφεια που επικρατεί στην αγορά, υπάρχει μια αξιόλογη μειοψηφία (14,8%) η οποία δηλώνει ότι δεν έχει υποστεί καμία μείωση στις πωλήσεις προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά το 53,4% των ερωτηθέντων απάντησε ότι έχει σημαντική ή και μεγάλη μείωση των πωλήσεων και το 31,6% πως η μείωση δεν είναι και τόσο μεγάλη. Στην ερώτηση «σκοπεύετε να μειώσετε το προσωπικό σας λόγω κρίσης;» το 19,1% των ερωτηθέντων απάντησε με σαφήνεια ότι σκοπεύει να το κάνει, φαίνεται να προβληματίζεται προς αυτή την κατεύθυνση το 19,3%, το 38,4% δηλώνει πως δεν θα κάνει απολύσεις και προβληματίζεται να μην κάνει απολύσεις το 20%.

Η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων (80,5%) πιστεύει ότι από το πρόγραμμα χρηματοδότησης του τραπεζικού συστήματος θα επωφεληθούν μόνον οι τράπεζες, ενώ μια μικρή μειοψηφία (11,7%) εκτιμά ότι το ποσό των 28 δισ. ευρώ θα διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία. Και φυσικά το 91,7% των ερωτηθέντων κρίνει αρνητικά τη συμπεριφορά των τραπεζών να επιβαρύνουν τους όρους δανεισμού των επιχειρήσεων, ενώ το 88,5% θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για τις τράπεζες που δεν θα συμμορφωθούν.

Ο βαθμός εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών προς τις κρατικές και τις ιδιωτικές τράπεζες έχει ενδιαφέρον, διότι απέχει από τη μανιχαϊστική αντίληψη του «καλού» και του «κακού». Ειδικότερα, στο ερώτημα «σε ποιον βαθμό εμπιστεύεστε τις κρατικές τράπεζες;» το 34,1% απάντησε «καθόλου» και το 35,5% «λίγο», μόνο το 5,2% απάντησε «πολύ» και το 23,2% απάντησε «αρκετά». Στο αντίστοιχο ερώτημα που αφορά τις ιδιωτικές τράπεζες το 55,8% απάντησε «καθόλου», το 29,2% απάντησε «λίγο», μόνο το 2,5% «πολύ» και το 10,7% «αρκετά» . Παρά την προφανή έλλειψη εμπιστοσύνης το 64,2% των ερωτηθέντων απάντησε ότι οι επιχειρήσεις τους δεν αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα με τις τράπεζες με τις οποίες συνεργάζονται, εν αντιθέσει προς το 33,3% που δήλωσε ότι αντιμετώπισε πρόβλημα. Από τις επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αντιμετώπισαν πρόβλημα, το 20,6% απάντησε ότι το πρόβλημα αφορούσε τη χορήγηση κεφαλαίων κίνησης, το 15,7% τη χορήγηση δανείων, το 12,1% την προεξόφληση επιταγών και το 2,5% τη μισθοδοσία.