Οταν η Αμαλία έφτασε στην Ελλάδα το 1837, εκείνη ήταν 18 ετών, ο Οθωνας ήταν είκοσι ενός και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το οποίο θα κυβερνούσαν ήταν επτά ετών. Στα αφτιά της ηχούσε ακόμη η προτροπή του πεθερού της Λουδοβίκου Α Δ της Βαυαρίας, γνωστού φιλέλληνα και φιλότεχνου: «Σκιά,πολλή σκιά χρειάζεται η Αθήνα,σε αντίθεση με την Αγγλίαν όπου το φως του ήλιου είναι η εξαίρεση,γι΄ αυτό και τα πάρκα της πρέπει να είναι διαφορετικά.Εγώ συνηθίζω να φυτεύω,πριν ακόμη κτίσω […],επιθυμώ το πάρκο να μη διαμορφωθεί με πρότυπόν του κήπους αγγλικού ρυθμού,τους τόσον πτωχούς σε σκιά,αλλά όπως οι κήποι των ιταλικών επαύλεων,που έχουν πολλούς σκιερούς περιπάτους αλλά όχι ακάμπτους,όπως των παλαιών γαλλικών πάρκων». Η Αθήνα είχε επιλεγεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα ως πρωτεύουσα της αναγεννημένης Ελλάδας χάριν του συμβολισμού του ονόματός της- όχι γιατί πληρούσε εκείνο τον καιρό τις προδιαγραφές για κάτι τέτοιο. Αν κρίνουμε από τη χρωμολιθογραφία του 1805 στον παρόντα τόμο, μια τελείως άγονη έκταση δέσποζε ανατολικά της παλαιάς πόλης των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας και ένας τόπος ερημωμένος γύρω από τον ναό του Ολυμπίου Διός. Η κηποτεχνική ιδέα

Το μέτωπο των μνημειακών ουασιγκτωνιών, ύψους 25 μέτρων

«Θέλω έναν κήπο!» εξέφρασε σε όλους την επιθυμία της η βασίλισσα Αμαλία. Ο Βασιλικός Κήπος ήδη προβλεπόταν για την νεοκλασικής αρχιτεκτονικής νέα πόλη των Αθηνών στο σχέδιο των Κλεάνθη- Σάουμπερτ, που εγκρίθηκε το καλοκαίρι του 1833. Θα βρισκόταν σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου βορείως της Ακροπόλεως- όπως βλέπουμε σε ανασχεδίαση στον τόμο από τον συγγραφέα-, αλλά στο μεταξύ συζητιόταν πλήθος άλλων μελετών για την ανεύρεση της ιδανικής θέσης των ανακτόρων στη νέα πόλη. Εκπονήθηκε έως και πρόταση για ανάκτορο επί της Ακροπόλεως από τον μεγάλο δάσκαλο του γερμανικού κλασικισμού Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ, ο οποίος εκ πεποιθήσεως δεν είχε έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Προέβλεπε ευρείας κλίμακας φυτεύσεις επί του πλατώματος της Ακρόπολης. «Ονειρο θερινής νυκτός ενός μεγάλου αρχιτέκτονος» θα δήλωνε αργότερα με δόλια συγκατάβαση ο Κλέντσε, όπως διαβάζουμε στη συναρπαστική αφήγηση του συγγραφέα όσον αφορά τις αντιμαχίες της εποχής. Ο Κλέντσε είχε αντιπαραβάλει μια μάλλον υπεροπτική στάση με τοποθέτηση των ανακτόρων σε ξεχωριστό σημείο, μακριά από την τύρβη της ζωής της πόλης και με άμεση πρόσβαση προς την Ακρόπολη. Ο δικός του Βασιλικός Κήπος θα είχε εκτεταμένους χώρους χαμηλού πρασίνου και λίγες υποδιαιρέσεις του χώρου (το σχέδιο προέβλεπε μόλις 27 παρτέρια σε σχέση με τα 80 της αρχικής πρότασης των Κλεάνθη- Σάουμπερτ). Υπήρξε και τέταρτο σχέδιο από τον έλληνα αρχιτέκτονα Λύσανδρο Καυταντζόγλου για νέα «ευρωπαϊκή» πόλη γύρω από τα ανάκτορα του Γκάρντνερ και έναν μικρό κήπο που θα τα περιβάλλει, αλλά παρά τις τέσσερις προτάσεις, που περιελάμβαναν και τον κήπο της, η τελική κηποτεχνική ιδέα ήταν της βασίλισσας Αμαλίας.

Σχεδόν αμέσως μετά την άφιξή της το 1837 συστάθηκε επιτροπή για τη διευθέτηση του σχεδίου υπό την προεδρία του καθηγητή Βοτανικής στο νεοϊδρυθέν πανεπιστήμιο Νικολάους Καρλ Φράας. Αυτός θα είχε την ευθύνη του συντονισμού των εργασιών και της προμήθειας μεγάλης ποικιλίας φυτών από το κρατικό φυτώριο του Βοτανικού και από την κατάφυτη Εύβοια. Τις παραγγελίες από το εξωτερικό όμως τις έκανε η ίδια. Κυριότερος προμηθευτής της ήταν ο οίκος Φ. Μπερντέν του Μιλάνου. Ο κήπος της θα ήταν «εξωτικός».

Σε ένα γράμμα προς τον πατέρα της το 1849 η Αμαλία ανέφερε για πρώτη φορά ένα σχέδιο των «φυτεύσεων» : «Το σχέδιο του κήπου το παρήγγειλα στον αρχιτέκτονα Ρίντελ,ο κηπουρός είναι Γάλλος [δηλαδή ο Μπαρό] και ο δεύτερος κηπουρός Γερμανός [δηλαδή ο Σμιτ]. Τις διαφορές τους τις λύνω εγώ,πότε με συμβουλές και πότε με έντονες παρατηρήσεις,κι έτσι τα πράγματα πάνε καλά». Η Αμαλία δεν είχε πρόβλημα να διευθετεί κάθε φορά τις αντιζηλίες των υπευθύνων του κήπου της, ήταν ένας «αρκετά αυταρχικός ιθύνων νους». Αμεσος συνεργός της ήταν ο αρχικηπουρός Μπαρό, ο οποίος ήρθε το 1840 στην Αθήνα και έμεινε ως το 1854. Οι δυο τους είχαν άμεση «πνευματική σχέση με τον χώρο» και ήταν «απόλυτα εξοικειωμένοι» με τα φυσικά δεδομένα του. Ο συγγραφέας έχει μόνο επαινετικά λόγια για τη βούληση των δημιουργών και το αποτέλεσμα. Ηταν μεν μια παραλλαγή του ευρωπαϊκού «πάρκου εντός πόλεως» κατά απομίμησιν του φυσικού τοπίου, αλλά διακριτικά γνωρίσματα αυτής της παραλλαγής ήταν οι μικρές διαστάσεις των παρτεριών και η κάπως περίπλοκη χάραξη του πυκνού δικτύου των πεζοδρόμων.

«Ωραιότερη εικόνα από αυτήν που προσφέρει ο κήπος μας δεν θα βρει σίγουρα κανείς πουθενά:η θάλασσα,τα βουνά της Πελοποννήσου,η Αίγινα και μπροστά οι στύλοι του Ολυμπίου Διός,που ανάμεσά τους λαμπυρίζει η θάλασσα,και η Ακρόπολη,που σε ορισμένα σημεία φαίνεται πάνω από τα δέντρα με έναν θαυμαστό τρόπο,σαν να έφθανε ο κήπος ως την παρυφή της Ακροπόλεως» έγραφε η Αμαλία συχνά στις επιστολές της. Την ενδιέφερε το «αισθητικό» άνοιγμα του κήπου προς το αττικό τοπίο.

Ο χώρος αμύνεται

Τμήμα της δυτικής παρυφής του κήπου. Στη φωτογραφία τεκμηριώνεται ο συμπαγής χαρακτήρας της πυκνής φύτευσης

Καθώς η υπόλοιπη Αθήνα άλλαξε δραματικά στη διάρκεια των δεκαετιών που ακολούθησαν, η εικόνα του Εθνικού Κήπου παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτη. Ο κήπος «αμύνεται», όπως εξηγεί ο συγγραφέας, με το φυσικό κάλλος και την ηπιότητα του χαρακτήρα του. Η χάραξη του δικτύου των δρομίσκων και των επιφανειών των παρτεριών, οι διαστάσεις τους, το είδος των φυτεύσεων, οι λίμνες, πέργκολες, λοφώδεις εξάρσεις και τα άλλα συστατικά του σχεδίου Μπαρό, όπως διασώθηκε και παρουσιάζεται στον τόμο, μοιάζουν να είναι ταυτόσημα με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του Εθνικού Κήπου σήμερα.

Αυτός ο μνημειακός βασιλικός παράδεισος έγινε δημόσιος από το 1923, αλλά εμείς τον προσπερνάμε πια. Σχεδόν δεν γυρνάμε να τον κοιτάξουμε. Τι είναι ο Εθνικός Κήπος για τους σημερινούς Αθηναίους, πέρα από ένα υπαίθριο μουσείο της κηποτεχνίας; Και όμως μπορούμε να «αμυνθούμε» κι εμείς μαζί του. «Ο κήπος […] επιτρέπει την ψυχική μεταστροφή από την αγελαία και ασύδοτη μορφή της ύπαρξης στην πόλη σε μιαν ανάπαυλα στοχαστικότητας και ηρεμίας.Επιστροφή του ανθρώπου στον εαυτό του και σε μια εξευγενισμένη μορφή “φυσικού”,αν και ανθρωπογενούς, περιβάλλοντος.Είναι,λοιπόν,η “αναψυχή” στον κήπο κάτι πολύ περισσότερο από σωματική μόνο αναζωογόνηση:είναι εξημέρωση του θυμικού,είναι εξανθρωπισμός». Και μόνο να βλέπει κανείς τις μικρές πινακίδες στους κορμούς με τα επιστημονικά ονόματα των δέντρων, τα αιωνόβια κυπαρίσσια και οι υψίκορμες ουασιγκτώνιες γύρω του είναι αρκετό για μια αλλαγή οπτικής θεώρησης των πραγμάτων.