Χρησιμεύει συνήθως ένα χτυπητό παράδειγμα, όπως αυτό του διορισμού του Αντώνη Νικοπολίδη σε θέση κηπουρού στον Δήμο Κηφισιάς, για να συνειδητοποιήσουμε τις στρεβλώσεις στο ευρύτερο σύστημα κοινωνικών παροχών- και από την άποψη αυτή θα είναι κρίμα αν περιοριστούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Γιατί υπάρχουν πολλές χιλιάδες «ανώνυμες», στις οποίες περισσεύει η κοινωνική αδικία, χωρίς να τις αντιλαμβανόμαστε ως πρόβλημα.

Για τον διορισμό Νικοπολίδη οι αντιδράσεις και ο σαρκασμός επικεντρώθηκαν σε δύο παραμέτρους. Ας αρχίσουμε από τη λογικώς ύστερη. Οπως επισημάνθηκε, μπορεί να πιθανολογηθεί στα όρια της βεβαιότητας ότι πολύ δύσκολα θα έβλεπε κανείς τον Αντώνη να ασχολείται με «κηπουρικά» καθήκοντα. Αυτές οι θέσεις, κακά τα ψέματα, νοούνται ως τιμητική αργομισθία. Ο μισθός απονέμεται, όχι η έμμισθη απασχόληση. Η παλαιότητα του σχετικού… εθίμου μάς εμποδίζει να σκεφθούμε ότι τέτοιου είδους διορισμοί δεν είναι μόνο διαβρωτικοί για την ηθική της εργασίας στο Δημόσιο, αλλά συνιστούν και εξόφθαλμη ανειλικρίνεια. Αν το κράτος ήθελε να σιτίζει κάποιον διά βίου άνευ αντιπαροχής, όφειλε να ορίζει ακριβώς αυτό και να εισπράξει τις αντιδράσεις. Οταν τον τιμά με θέση εργασίας, είναι αυτονόητη η αξίωση να εργάζεται ο τιμώμενος.

Το κακό για τον ελληνικό δημόσιο τομέα (εν τινι μέτρω ακόμη και για τον ιδιωτικό) είναι πως οι αργομισθίες αποτελούν διαδομένο καθεστώς υπέρ χιλιάδων ατόμων που δεν διακρίθηκαν σε τίποτε άλλο παρά μόνο στις στενές τους σχέσεις με την πολιτική εξουσία. Δεν συζητούμε απλώς για προνομιακό διορισμό από το «παράθυρο», αλλά για σκανδαλώδη και παντελώς αναίτια πληρωμή αέργων από τους πόρους των υπολοίπων. Και όμως, αυτή τη μείζονα αθλιότητα την έχουμε στην πράξη αποδεχθεί.

Η δεύτερη παράμετρος του «ζητήματος Νικοπολίδη» εγείρει ζήτημα ακόμη ευρύτερο. Το κράτος μπορεί, ασφαλώς, να απονέμει οικονομικά έπαθλα για ορισμένα επιτεύγματα, ανεξάρτητα από την περιουσιακή κατάσταση του βραβευόμενου. Μπορεί να τάσσει πως και δισεκατομμυριούχος Ολυμπιονίκης θα λάβει παρά την ευπορία του ακόμη διακόσιες χιλιάδες, αν εκτιμά ότι στην εποχή μας ο κότινος είναι ανεπαρκές κίνητρο σε σύγκριση με ένα «τούβλο». Οταν όμως απονέμει κάθε είδους επίδομα οικονομικής στήριξης (όπως χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας), το κοινωνικά δίκαιο είναι να αναμετρά την περιουσιακή κατάσταση κάθε λήπτη. Ενας αθλητής που έχει στην άκρη εκατομμύρια ευρώ, δεν χρειάζεται ενίσχυση τέτοιας υφής- και πάντως δεν έχουμε λόγο να τον ενισχύσουμε παρά μόνον αν, με κάποιο γύρισμα της τύχης, τα χάσει (ο μη γένοιτο).

Και σε αυτήν όμως την πτυχή της, η περίπτωση Νικοπολίδη αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό. Υπάρχουν χιλιάδες περιπτώσεις συμπολιτών μας που επιδοτούνται με βάση μεμονωμένα κριτήρια, όπως π.χ. το Ταμείο από το οποίο συνταξιοδοτούνται ή το ύψος της σύνταξής τους ή τα εισοδήματα που δήλωσαν, χωρίς κανείς να αποβλέπει στη συνολική περιουσία τουςστο ύψος των τραπεζικών καταθέσεών τους ή στην αξία των ακινήτων τους. Και αυτή η «αβλεψία» δεν οφείλεται μόνο στις τεχνικές δυσχέρειες εντοπισμού της περιουσίας: στο εσωτερικό πολλών ασφαλιστικών ταμείων οι ασφαλισμένοι με υψηλότερες κρατήσεις επιδοτούν αναγκαστικά τους χαμηλόμισθους χωρίς να ερευνάται (ούτε καν «επισήμως») μήπως οι τελευταίοι δεν έχουν καμία χρεία επιδότησης.

Υπάρχουν πολλοί, μετά τις αποκαλύψεις για την αθλητική «φαρμακολογία», που φρονούν ότι τα αθλητικά επιτεύγματα δεν υπάρχει λόγος ούτε να ανταμείβονται ούτε καν να επιδιώκονται από το κράτος. Δεν είναι τόσο απλό. Είναι αντιθέτως μάλλον αυτονόητο ότι, ιδίως σε περιβάλλον δημοσιονομικής στενότητας, δεν προσήκει επιδότηση εχόντων, όπως δεν χωράει απονομή αργομισθιών όταν δεκάδες χιλιάδες αναζητούν αληθινή εργασία. Δυστυχώς γίνονται και τα δύο. Με ευνοούμενους χιλιάδες, που δεν έγιναν διεθνείς σε τίποτε – ούτε καν στη ρεμούλα.

Παρά ταύτα, αν μας επιτρέψει η «εξέγερση», καλά Χριστούγεννα!