Δεν αντιμετωπίζει, προς το παρόν, το υπουργείο Οικονομίας θέμα διάθεσης κρατικών ομολόγων μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) η οποία παραμένει σε ετοιμότητα για να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα ρευστότητας των χωρών της ευρωζώνης. Αυτό τόνιζαν χθες κύκλοι του υπουργείου Οικονομίας και διευκρίνιζαν ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) προσανατολίζεται σε συγκεκριμένες πράξεις για την άντληση κεφαλαίων το α΄ τρίμηνο του 2009. Ωστόσο ο οργανισμός αποφεύγει να αναφερθεί σε τρίμηνο πρόγραμμα λόγω της ρευστότητας της διεθνούς οικονομικής κατάστασης και προωθεί μια ευέλικτη τακτική δανεισμού από τον Ιανουάριο του ερχόμενου έτους.
Ειδικότερα, ο ΟΔΔΗΧ θα στραφεί το α΄ τρίμηνο του 2009 περισσότερο προς τα έντοκα γραμμάτια και τα 3ετή και 5ετή ομόλογα, παρά προς τα 10ετή. Στόχος του οργανισμού είναι να αντλήσει περίπου 20 δισ. ευρώ αυξάνοντας τον όγκο των εντόκων γραμματίων εξάμηνης και ετήσιας διάρκειας προκειμένου να αποφύγει την επιβάρυνση με υψηλά επιτόκια.
Επίσης προσανατολίζεται στην κυκλοφορία ομολόγων τριετούς και πενταετούς διάρκειας και στην έκδοση ομολόγων με κοινοπραξία και όχι με δημοπρασία, ώστε το κόστος άντλησης κεφαλαίων από ξένους επενδυτές να είναι χαμηλότερο.
Χθες, αναφερόμενη στο θέμα αγοράς ελληνικών κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, η εκπρόσωπος του ΠαΣοΚ για την Οικονομία κυρία Λούκα Κατσέλη είπε, μεταξύ άλλων, ότι πρόκειται για πάγια τακτική της τράπεζας αυτής και ότι υπάρχει μηχανισμός όπου τα κράτη-μέλη καταθέτουν ομόλογα και τίτλους- και οι τράπεζες- έναντι ρευστότητας. Ετσι, σύμφωνα με την κυρία Κατσέλη, η ΕΚΤ στηρίζει όλα τα κράτη-μέλη, όχι μόνο την Ελλάδα, και η πρακτική αυτή αποβλέπει στη διοχέτευση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Οσον αφορά το ενδεχόμενο εφαρμογής μέτρων «ποσοτικής χαλάρωσης» (quantitative easing) με την ΕΚΤ να προχωρεί σε αγορές ομο λόγων ώστε να συμπιέσει τις αποδόσεις τους και να επέλθει μείωση του κόστους χρήματος, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ δεν έχει αποκλείσει τη χρήση τους στο μέλλον, αν και έχει διευκρινίσει ότι στην παρούσα φάση δεν θεωρεί ενδεδειγμένα τα μέτρα αυτά.
Πάντως άφησε ανοιχτό το θέμα λέγοντας ότι «αν χρειαστούν νέες αποφάσεις,θα λάβουμε νέες αποφάσεις», δεδομένου ότι μια τέτοια πολιτική μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις, καθώς η ΕΚΤ θα μπορούσε να κατηγορηθεί για «ευνοιοκρατία», αν προτιμούσε τα ομόλογα μιας χώρας, π.χ. της Ελλάδας, έναντι άλλων, π.χ. της Ιταλίας ή του Βελγίου, που αντιμετωπίζουν παρόμοια αλλά μικρότερης έκτασης προβλήματα.
Ούτως ή άλλως το πρόβλημα υφίσταται. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή της ομάδας Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά/Αριστερά των Πρασίνων και Βορείων Χωρών κ. Δ.Παπαδημούλη αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «σε ορισμένες χώρες και ειδικότερα στην Ελλάδαοι ανισορροπίες των τρεχουσών συναλλαγών ενδέχεται να εντείνουν την αρνητική εικόνα όσον αφορά την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές συνέπειες της οικονομικής επιβράδυνσης πιο μακροπρόθεσμα».
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα κατέχει μία από τις πέντε χειρότερες θέσεις μεταξύ των 27 χωρώνμελών της ΕΕ όσον αφορά τη διαφορά απόδοσης (spread) των 10ετών κρατικών ομολόγων σε σχέση με τα γερμανικά.
Στην απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τον κ. Παπαδημούλη αναφέρεται επίσης ότι «στις 6 Νοεμβρίου 2008 και σε σύγκριση με τις τιμές της 6ης Νοεμβρίου 2007 η διαφορά απόδοσης των δεκαετών κρατικών ομολόγων αυξήθηκε κατά 120 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) στην Ελλάδα (από 31 σε 151) λαμβάνοντας ως στοιχείο αναφοράς το γερμανικό ομόλογο με την ίδια ωρίμανση.Το άλμα αυτό είναι ένα από τα πλέον έντονα στην ΕΕ27,ενώ οι μόνες χώρες που υπερβαίνουν την Ελλάδα είναι η Ουγγαρία (+262 π.μ.), η Ρουμανία (+194),η Λετονία (+182) και η Πολωνία (+145)».
Επίσης η αύξηση κατά 120 ποσοστιαίες μονάδες είναι η υψηλότερη στην ευρωζώνη, με δεύτερη την Ιταλία (+75 π.μ.), ακολουθούμενη από το Βέλγιο (64 π.μ.). Και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταλήγει στην απάντησή της ότι οι εξελίξεις αυτές είναι ιδιαίτερα έντονες στις προαναφερόμενες χώρες και οι αυξήσεις αυτές επηρέασαν τη ΕΕ-27 ως σύνολο (+67,7 κατά μέσον όρο) και τις χώρες της ζώνης του ευρώ (+46 π.μ.) κατά την ίδια χρονική περίοδο.