«ΘΥΜΑΤΑ της παγκόσμιας κρίσης που βιώνουν και εκείνες» χαρακτηρίζει τις ελληνικές τράπεζες ο διευθύνων σύμβουλος της Εurobank ΕFG κ. Ν. Νανόπουλος, ο οποίος διατυπώνει την άποψη πως όταν εφαρμοστεί το κυβερνητικό πρόγραμμα των 28 δισ. ευρώ θα συμβάλει ουσιαστικά στην εξομάλυνση της ρευστότητας και στην υποχώρηση των επιτοκίων. Επισημαίνει ωστόσο ότι τα spreads θα συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά, περιορίζοντας τη συνολική μείωση του κόστους δανεισμού. Οσον αφορά τις προοπτικές της χώρας στην κρίση, τονίζει ότι δεν εξαρτώνται
μόνο από τις αντικειμενικές συνθήκες της παγκόσμιας και της ελληνικής οικονομίας αλλά και από τη στάση την οποία θα τηρήσουμε απέναντι στην κρίση όσον αφορά τόσο την οικονομική μας πολιτική όσο και τη διαμόρφωση της ψυχολογίας της αγοράς. Επίσης θεωρεί ότι τα δραματικά γεγονότα και η αναταραχή των τελευταίων ημερών έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και αναλυτών και θα δυσκολέψουν τη διαδικασία χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους. Τέλος, συμμερίζεται την άποψη ότι τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας και εξόδου από την κρίση δεν αναμένονται πριν από το δεύτερο εξάμηνο του 2009.
– Πιστεύετε ότι αρκεί το πακέτο των 28 δισ. ευρώ ή θα χρειαστούν και πρόσθετα κυβερνητικά μέτρα, ιδιαίτερα αν η κρίση παραταθεί στη διάρκεια του 2009,για την ενίσχυση των τραπεζών;
«Πιστεύω ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα είναι ικανοποιητικό ως προς το ύψος του και δεν θα χρειαστεί η διεύρυνσή του».
– Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήσατε στο εννεάμηνο η Εurobank εμφανίζεται κεφαλαιακά ισχυρή. Γιατί προχωρείτε σε αύξηση κεφαλαίου με την έκδοση προνομιούχων μετοχών και την είσοδο του Δημοσίου στην τράπεζα;
«Πράγματι, έχουμε πολύ ισχυρή συνολική κεφαλαιακή επάρκεια που ανέρχεται στο 11% και είναι από τις ισχυρότερες στη χώρα μας. Ομως ο πήχης ανεβαίνει συνεχώς. Οι απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας είναι πλέον, διεθνώς, ιδιαίτερα αυξημένες και, καθώς οι τραπεζικοί οργανισμοί θα προσαρμόζονται, δημιουργούνται νέα δεδομένα ανταγωνισμού. Η εφαρμογή των μέτρων για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας και από τις ελληνικές τράπεζες θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ώστε να ανταποκριθεί ακόμη πιο αποτελεσματικά στα νέα αυτά δεδομένα».
– Τα κυβερνητικά μέτρα θα συμβάλουν για να εξομαλυνθεί η ρευστότητα στην αγορά και να υποχωρήσουν τα επιτόκια;
«Η απλή απάντηση στο ερώτημά σας είναι ασφαλώς θετική. Το πρόγραμμα ενίσχυσης της ρευστότητας, όταν εφαρμοστεί, θα συμβάλει ουσιαστικά στο να εξομαλυνθεί η ρευστότητα στην αγορά και να υποχωρήσουν τα επιτόκια για τους δανειολήπτες. Σε αυτό βέβαια θα συμβάλει και η μείωση του επιτοκίου παρέμβασης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που προβλέπεται να συνεχιστεί και το 2009. Ομως πιστεύω ότι υπεισέρχεται και ένας άλλος σημαντικός παράγων. Σε ένα περιβάλλον παγκόσμιας στενότητας χρήματος και κεφαλαίων θα υπάρξει αύξηση του περιθωρίου επιτοκίων (spread) των τραπεζών που προστίθεται πάνω στο επιτόκιο αναφοράς (συνήθως το Εuribor). Αυτό θα περιορίσει κάπως τη συνολική μείωση του κόστους δανεισμού.
– Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι λόγοι που εξηγούν αυτή την εξέλιξη είναι πολλοί. Κατ΄ αρχήν, ας μη λησμονούμε ότι στο σημερινό περιβάλλον παγκόσμιας κρίσης ρευστότητας το ίδιο το ελληνικό Δημόσιο δανείζεται με σχεδόν 2% υψηλότερο περιθώριο επιτοκίου (spread) συγκριτικά με την περίοδο προ της κρίσης. Παράλληλα, μεγάλες και αξιόλογες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δανείζονται στις κεφαλαιαγορές με πολύ υψηλό κόστος, που συχνά φθάνει το 4% ή και 5% πάνω από το Εuribor. Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων στη χώρα μας, που αποτελούν τη βασική πηγή χρηματοδότησης για το τραπεζικό σύστημα, δεν έχουν υποχωρήσει καθόλου. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα ξεπερνούν και το 6%, παρά τη γενικότερη μείωση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τέλος, για αρκετούς μήνες τώρα η εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης, δηλαδή οι κεφαλαιαγορές, όπως και η διατραπεζική αγορά, πρακτικά δεν λειτουργούν, για καμία ευρωπαϊκή τράπεζα. Επομένως μπαίνουμε ουσιαστικά σε μια περίοδο η οποία χαρακτηρίζεται από περιορισμένη ρευστότητα, δυσλειτουργία των κεφαλαιαγορών, αυστηρότερη αξιολόγηση κινδύνων και στενότερη και πιο συστηματική εποπτεία. Ολα αυτά θα έχουν σαν γενικότερο επακόλουθο την αύξηση του περιθωρίου επιτοκίων που χρεώνουν οι τράπεζες παγκοσμίως στους πελάτες τους».
– Η αγορά πάντως μεταφέρει ένα αίσθημα ασφυξίας,ότι οι τράπεζες έκλεισαν τις στρόφιγγες και αύξησαν το κόστος δανεισμού στις επιχειρήσεις.
«Η άνοδος του περιθωρίου δεν θα πρέπει να εκληφθεί αρνητικά ως αλλαγή στάσης ή φιλοσοφίας των τραπεζών να κλείσουν ξαφνικά τις στρόφιγγες του δανεισμού. Απλώς, είναι και οι τράπεζες θύματα της παγκόσμιας κρίσης και βιώνουν και εκείνες συνθήκες περιορισμένης ρευστότητας. Εξάλλου οι προσπάθειες των κρατικών προγραμμάτων ενίσχυσης της ρευστότητας (όπως άλλωστε και του ελληνικού), καθώς και οι διάφορες πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν στόχο να καταπολεμήσουν αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο, αμβλύνοντας και μετριάζοντας τις επιπτώσεις».
– Ωστόσο οι τράπεζες ακόμη και σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον συνεχίζουν να βγάζουν υψηλά κέρδη.Δεν θα μπορούσαν να περιορίσουν τα κέρδη τους και να μειώσουν τα επιτόκια;
«Δυστυχώς, συχνά, διατυπώνεται από μια μερίδα των πολιτών μια αρνητική κριτική έναντι των τραπεζών και της κερδοφορίας που κατέγραψαν, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Η κριτική αυτή παραγνωρίζει το γεγονός ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στήριξε καταλυτικά όλα αυτά τα χρόνια την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ελλήνων πολιτών. Από το 1996 και μετά η χώρα μας εβίωσε μια μοναδική ίσως περίοδο σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Η ανάπτυξη αυτή στηρίχθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στη διεύρυνση και εμβάθυνση του ρόλου των τραπεζών στην οικονομία μας. Τα δε κέρδη των τραπεζών, εν μέρει, μοιράστηκαν και ως μέρισμα σε εκατοντάδες χιλιάδες μικρομετόχους και εν μέρει ενίσχυσαν την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξή τους. Σήμερα τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών από εγχώριες εργασίες έχουν σταματήσει να παρουσιάζουν τη βελτίωση των προηγούμενων ετών. Η όποια βελτίωση στην κερδοφορία τους προέρχεται από τις δραστηριότητες του εξωτερικού που έχουν αρχίσει να καρποφορούν. Αλλά υπάρχει και μια άλλη παράμετρος που είναι επίσης πολύ σημαντική. Χωρίς ικανοποιητική κερδοφορία, πόσοι καταθέτες θα εμπιστεύονταν το κεφάλαιό τους σε μια τράπεζα; Ο πελάτης της τράπεζας δεν είναι μόνον ο δανειολήπτης, είναι και ο καταθέτης που επιθυμεί να βλέπει μια σταθερά βελτιούμενη κερδοφορία. Ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών είναι ο εξισορροπητικός εκείνος παράγων ο οποίος συντρέχει στη βελτίωση των όρων παροχής των υπηρεσιών των τραπεζών προς όφελος των πελατών τους».
– Υπάρχει ακόμη επιφυλακτικότητα από την πλευρά των καταθετών να καταθέσουν τα χρήματά τους στις τράπεζες;
«Θα έλεγα ότι η επιφυλακτικότητα και φοβία των ελλήνων καταθετών έχει υποχωρήσει πολύ σε σχέση με τον περασμένο Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο. Ομως και πάλι υπάρχει προτίμηση- και είναι εύλογο αυτό- για πιο συντηρητικές και βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις». – Η Εurobank ακολουθώντας επιθετική πολιτική στήριξε την ανάπτυξή της στην άντληση κεφαλαίων από τις χρηματαγορές.Τώρα που αυτές σε μεγάλο βαθμό έχουν κλείσει,αντιμετωπίζετε πρόβλημα στη χρηματοδότηση της ανάπτυξής σας στην εγχώρια αγορά αλλά και στη ΝΑ Ευρώπη;
«Η τοποθέτησή σας είναι εν μέρει σωστή. Πράγματι, βασίσαμε ένα μέρος της ανάπτυξής μας στην άντληση χαμηλού κόστους πόρων από τις κεφαλαιαγορές προς όφελος των πελατών μας. Ομως δεν κάναμε υπερβολές. Ο λόγος δανείων προς καταθέσεις του ομίλου μας είναι λίγο κάτω από 120% με στοιχεία εννεαμήνου και είναι πολύ ικανοποιητικός και υγιής, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε σχέση με την εσωτερική αγορά.
Το τελευταίο δωδεκάμηνο και διαβλέποντας την έκταση της κρίσης η αύξηση των δανείων μας υπολείπεται της αύξησης των καταθέσεων. Δηλαδή, δεν στηριχθήκαμε καθόλου στις κεφαλαιαγορές για την ανάπτυξη των εργασιών μας. Επομένως, η παρατήρησή σας είναι σωστή μόνο σε ό,τι αφορά το παρελθόν και όχι στη σημερινή κατάσταση. Και στο μέλλον θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε την ανάπτυξη των δανείων μας στις καταθέσεις που αντλούμε από την αγορά, πράγμα που έχουμε αποδείξει ότι γνωρίζουμε να το πραγματοποιούμε με επιτυχία.
Ομως οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης πρόκειται, ούτως ή άλλως, να μειωθούν. Ηδη η Τράπεζα της Ελλάδος μιλάει για αύξηση της πιστωτικής επέκτασης της τάξεως του 10%-12% το 2009, σε σχέση με περίπου 19% το 2008. Αυτή η εξέλιξη είναι συμβατή με την αναμενόμενη επιβράδυνση στον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας».
– Υπάρχουν τα κεφάλαια για να στηρίξετε τους ρυθμούς ανάπτυξης στο εξωτερικό που αναφέρονται στα επιχειρηματικά σας σχέδια;
«Ασφαλώς η ανάπτυξη του τραπεζικού μας ομίλου εκτός συνόρων αποτελεί συνειδητή στρατηγική- και όχι περιστασιακή επιλογή- με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πορεία σε κάθε χώρα δεν επαναξιολογείται με βάση τα νέα δεδομένα ώστε να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες της αγοράς. Θα ήταν στρατηγικό λάθος με την πρώτη δυσκολία να εγκαταλείπαμε τους έλληνες ή τους εγχώριους πελάτες μας “τραβώντας τους το χαλί κάτω από τα πόδια”. Εξάλλου οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και κερδοφορίας στις δραστηριότητές μας εκτός Ελλάδος εξακολουθούν να εμφανίζονται ιδιαίτερα θετικές, παρά τις σημερινές δυσκολίες. Και η συνέχιση της αναπτυξιακής μας προσπάθειας στην ευρύτερη περιοχή θα αποβεί μακροπρόθεσμα προς όφελος και της ελληνικής οικονομίας». – Η τιμή της μετοχής της Εurobank και των άλλων τραπεζών έχει πέσει στο 1/3 ή και χαμηλότερα.Τελικά ποια ήταν η πραγματική αποτίμηση της τράπεζας,η σημερινή ή αυτή πριν από έναν χρόνο;
«Οι σημερινές αποτιμήσεις των τραπεζικών μετοχών προεξοφλούν τα χειρότερα και ενσωματώνουν ένα εξαιρετικά δυσμενές σενάριο με μείωση της κερδοφορίας, αυξημένους κινδύνους και αβεβαιότητα. Παράλληλα όμως οι τιμές αντανακλούν και την έλλειψη ρευστότητας στις κεφαλαιαγορές, καθώς και την ανάγκη πολλών θεσμικών επενδυτικών και hedge funds να αποεπενδύσουν υποχρεωτικά. Αυτό οδηγεί σε ρευστοποιήσεις χαρτοφυλακίων για να επιστρέψουν ρευστότητα στους επενδυτές τους που αναζητούν στο σημερινό περιβάλλον πιο σίγουρες και βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις. Ομως και οι αποτιμήσεις του 2007 ήταν “λογικές” γιατί ενσωμάτωσαν ένα πιο αισιόδοξο σενάριο παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Ειδικώς όμως για τη Εurobank θα πρέπει να αναφέρω ένα σημαντικό της πλεονέκτημα. Και αυτό είναι η στήριξη και η σταθερή εκδήλωση της εμπιστοσύνης του βασικού μας μετόχου, του ομίλου Λάτση. Ο βασικός μέτοχος επενδύει συνεχώς στην τράπεζά μας από το ξεκίνημά της ως και σήμερα».
– Η μείωση των αποτιμήσεων ευνοεί μετοχικές συνεργασίες;
«Γενικά μια περίοδος κρίσης δεν ευνοεί ιδιαίτερα τις μετοχικές συνεργασίες. Επίσης στις σημερινές συνθήκες ο παράγων της αβεβαιότητας και του κινδύνου είναι σημαντικός και επομένως αποτρεπτικός για συνεργασίες. Ομως, όταν κάποια στιγμή εξέλθουμε από την κρίση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι χαμηλότερες αποτιμήσεις θα ευνοήσουν μεσοπρόθεσμα και τη σύναψη μετοχικών συνεργασιών και τη δημιουργία ισχυρότερων τραπεζικών ομίλων ικανών να ανταποκριθούν με δυναμισμό, αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα στις προκλήσεις που μας επιφυλάσσει η “επόμενη ημέρα”».
Η αναταραχή δυσχεραίνει την εξυπηρέτηση του χρέους
– Πώς εκτιμάτε ότι θα εξελιχθεί η κρίση;
«Είναι παρακινδυνευμένο να προσπαθήσει κανείς να προδιαγράψει την πορεία της κρίσης. Στόχος μας είναι όχι τόσο η πρόβλεψη όσο η ικανότητά μας να ελιχθούμε αποτελεσματικά μέσα από τις Συμπληγάδες. Οφείλουμε να διαχειριστούμε διορατικά, θετικά και αποτελεσματικά τους κινδύνους, επιδεικνύοντας ευελιξία και προσαρμοστικότητα. Ετσι θα μπορέσουμε να σταθούμε συμπαραστάτες στους πελάτες μας και να τους βοηθήσουμε να ξεπεράσουν τις δυσχέρειες με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Οι αντιδράσεις της παγκόσμιας οικονομικής κοινότητας στην κρίση είναι μοναδικές σε έκταση και εμβέλεια. Οι ΗΠΑ έχουν σχεδόν μηδενίσει τα επιτόκιά τους και ο νέος πρόεδρος προετοιμάζει ένα γενικό πρόγραμμα δημοσιονομικής παρέμβασης. Και η Ευρώπη ακολουθεί, όχι ίσως τόσο επιθετικά, αλλά με σημαντικές πρωτοβουλίες κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Είναι άγνωστο ποιος θα είναι ο αντίκτυπος των μέτρων αυτών όταν περάσουν από τη φάση της εξαγγελίας στη φάση της πλήρους εφαρμογής. Εδώ θα υπεισέλθει και ο παράγων της ανθρώπινης ψυχολογίας και της λειτουργίας των αγορών που θα αρχίσουν να προεξοφλούν κάποιες θετικές εξελίξεις».
– Πότε αναμένετε να ξεκινήσει η οικονομική ανάκαμψη;
«Οι περισσότεροι αναλυτές δεν τοποθετούν την οικονομική ανάκαμψη στην παγκόσμια οικονομία πριν από το δεύτερο ήμισυ του 2009».
– Ποιες είναι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μέσα στην κρίση;
«Η πορεία της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι επιβραδυνόμενη αλλά σε σχετικούς όρους πηγαίνουμε, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, καλύτερα από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν είμαστε βιομηχανική χώρα και επομένως έχουμε μικρή εξάρτηση από εξαγωγές, ενώ έχουμε μεγάλο τομέα υπηρεσιών που εμφανίζει μεγαλύτερη σταθερότητα. Παρ΄ όλα αυτά εμφανίζουμε τον χαμηλότερο δείκτη θετικών προσδοκιών σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που βρίσκονται ήδη σε ύφεση. Αυτό το κακό κλίμα ήρθε να επιβαρυνθεί περαιτέρω από τα πρόσφατα γεγονότα του Δεκεμβρίου. Επομένως οι προοπτικές για τη χώρα μας εξαρτώνται όχι μόνο από τις αντικειμενικές συνθήκες της παγκόσμιας και της ελληνικής οικονομίας αλλά και από τη στάση που θα τηρήσουμε απέναντι στην κρίση, όσον αφορά τόσο την οικονομική μας πολιτική όσο και τη διαμόρφωση της ψυχολογίας της αγοράς».
– Με δεδομένες τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, υπάρχουν περιθώρια για μέτρα στήριξης της πραγματικής οικονομίας;
«Πράγματι, λόγω των συνεπειών της κρίσης, έχουν αναδειχθεί ορισμένες διαρθρωτικές αδυναμίες και μακροοικονομικές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό ακριβώς μας δίνει μικρότερα περιθώρια ευελιξίας και αποτελεί ανασχετικό παράγοντα σε πρωτοβουλίες και μέτρα δημοσιονομικής στήριξης που σε άλλες χώρες εφαρμόζονται για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας έναντι της κρίσης. Μια οικονομία με ήδη οριακό έλλειμμα, τεράστιο δημόσιο χρέος και υψηλό έλλειμμα ισοζυγίου δεν έχει περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης. Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε δυσμενείς αξιολογήσεις σχετικά με τις προοπτικές της. Είναι εξαιρετικά σοβαρό το γεγονός ότι η Ελλάδα δανείζεται με επιπλέον περιθώριο επιτοκίου που ξεπερνά ήδη τις 200 μονάδες βάσης, σε σύγκριση με τη Γερμανία, όταν προ της κρίσης το περιθώριο ήταν στις 30 μονάδες βάσης. Αυτό μεταφράζεται σε σημαντική επιβάρυνση του κόστους χρηματοδότησης της χώρας μας, με κίνδυνο να διευρυνθεί περαιτέρω το δημοσιονομικό έλλειμμα».
– Πόσο επιβαρύνεται η θέση της χώρας από τα πρόσφατα επεισόδια και την κοινωνική αναταραχή; «Τα δραματικά γεγονότα και η αναταραχή που έχει δημιουργηθεί κατά το τελευταίο διάστημα είχαν άμεση δυσμενέστατη επίπτωση στην εικόνα της χώρας μας διεθνώς. Πυροδότησαν ένα κύμα αρνητικής δημοσιότητας, κάτι που φαίνεται ότι κλονίζει την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και αναλυτών. Την εξέλιξη αυτή δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε, γιατί θα δυσχεράνει σημαντικά τη διαδικασία χρηματοδότησής μας».