Σε πλήρη απαξίωση οδηγείται πλέον η αγροτική παραγωγή της χώρας, σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα την έχει περισσότερο ανάγκη παρά ποτέ προκειμένου να μπορέσει να αμβλύνει τις ανισορροπίες στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών.
Ηδη η Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων στην Καβάλα έθεσε σε διαθεσιμότητα 200 υπαλλήλους και ανέστειλε την παραγωγή της, καθώς οι πωλήσεις λιπασμάτων έπεσαν δραματικά.
Παράγοντες της αγοράς των αγροτικών προϊόντων εκτιμούν ότι το γεγονός αυτό οφείλεται, αφενός μεν στις εξευτελιστικές τιμές των αγροτικών προϊόντων και αφετέρου στις μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των λιπασμάτων που αγγίζουν και το 100% μέσα σε ένα έτος. Ο συνδυασμός αυτός έχει προκαλέσει πλήρη απογοήτευση στις τάξεις των αγροτών, οι οποίοι βλέπουν τη φετινή χρονιά το κόστος παραγωγής να μην καλύπτεται και εφόσον η παραγωγική δραστηριότητα καθίσταται ζημιογόνα αφήνουν τις καλλιέργειες στην τύχη τους χωρίς φροντίδα και επαφίενται στο «τσεκ» της ενιαίας ενίσχυσης.
Ο κίνδυνος για την κατάρρευση της παραγωγικής βάσης της χώρας είναι πλέον ορατός, αφού η νέα ΚΑΠ, δοκιμαζόμενη για πρώτη φορά σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, καθίσταται αναποτελεσματική, καθώς δημιουργεί αγρότες όχι παραγωγικούς και ανταγωνιστικούς (όπως αυτή πρεσβεύει), αλλά εισοδηματίες των επιδοτήσεων.
Ενδεικτικό της απαξίωσης της αγροτικής παραγωγής είναι το γεγονός ότι δύο βασικά προϊόντα όπως το βαμβάκι και το καλαμπόκι κατέγραψαν φέτος κόστος παραγωγής περί τα 250 ευρώ το στρέμμα, ενώ η πρόσοδός τους δεν υπερέβη τα 150 ευρώ μαζί με τις επιδοτήσεις.
Πέρα από το υψηλό κόστος παραγωγής βέβαια έχουμε και μια καθίζηση των τιμών σε σιτηρά, καλαμπόκι και βαμβάκι, αλλά και στο λάδι, στην ελιά, στο βιομηχανικό ροδάκινο και στο αχλάδι. Σε όλα αυτά ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης ζήτησε μια πίστωση χρόνου ως τις 20 Ιανουαρίου για να απαντήσει, καθώς για πρώτη φορά τέθηκε το θέμα αλλαγής της νέας ΚΑΠ στο πλαίσιο της χαλάρωσης του συμφώνου σταθερότητας στην ΕΕ.
Με έλλειψη συντονισμού και κυρίως πόρων ένας ακόμη από τους πυλώνες της πολύπαθης ελληνικής οικονομίας- μετά τον τουρισμό, την οικοδομή και τη ναυτιλίαοδηγείται σε απαξίωση με οδυνηρές συνέπειες για όλο το φάσμα της απασχόλησης, καθώς είναι γνωστό ακόμη και σε ένα πρωτοετή των Οικονομικών πως με τον πολλαπλασιαστή, για κάθε θέση που χάνεται στον πρωτογενή τομέα αντιστοιχούν από 3 ως 8 θέσεις στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα…
Ο κ. Ι. Κολλάτος είναι μηχανολόγος, μεταπτυχιακός φοιτητής στη Βιοτεχνολογία.