Από τη στιγμή που έγινε έντονα αισθητή η οικονομική κρίση και γνωστά τα πρώτα τουλάχιστον μέτρα που οι κυβερνήσεις ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνας κ.λπ. ανακοίνωσαν για την αντιμετώπισή της, το ερώτημα «αξίζει να σώσουμε το σύστημα;» ή «γιατί να σώσουμε το σύστημα;» γεννήθηκε στο μυαλό πολλών ανθρώπων της Αριστεράς.

Γιατί να σώσουμε ένα σύστημα που δημιουργεί τρομακτικές ανισότητες, καταστρέφει το περιβάλλον, κινείται στα όρια της νομιμότητας; (Βλέπε οικονομικά σκάνδαλα στις ΗΠΑ, μαφιόζικες συμπεριφορές στη Ρωσία, απόλυτη απαξίωση του πολίτη στην Κίνα.)

Η απάντηση είναι δυστυχώς μία. Είμαστε υποχρεωμένοι να σώσουμε το σημερινό οικονομικό σύστημα ελλείψει άλλης εναλλακτικής λύσης. Μόνο που η σωτηρία του περνάει μέσα από μια ειλικρινή επιστημονική ανάλυση που θα ενημερώσει τους πολίτες στο γιατί φτάσαμε εδώ και θα προτείνει μέτρα δικαιότερης κατανομής του πλούτου, αποτελεσματικού ελέγχου των αγορών, προτεραιότητα στον σεβασμό του περιβάλλοντος. Θα πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα ότι από το 1980, έτος κυριαρχίας του νεοκαπιταλισμού, εκφραστές του οποίου ήταν οι Θάτσερ και Ρίγκαν, έχουμε σταδιακή μείωση του μεριδίου της συνολικής μάζας των μισθών των εργαζομένων, ως ποσοστό του παραγόμενου πλούτου, και μια αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου των μερισματούχων (απλά του κεφαλαίου).

Στη Γαλλία το ποσοστό των μερισμάτων που διανέμονται κάθε χρόνο στους μετόχους, από 4,4% στο σύνολο των μισθών των εργαζομένων το 1982 αυξήθηκε σε 12,4% το 2007, δηλαδή τριπλασιάστηκε.

Μεταξύ 1980 και 2006 το μερίδιο των μισθών στην προστιθέμενη αξία των επιχειρήσεων, στις 15 πιο πλούσιες χώρες του ΟΟΣΑ, μειώθηκε από το 67% στο 57%. Ο ίδιος ο Γκρίνσπαν υπογράμμιζε το 2007 ότι το μερίδιο των μισθών σε σχέση με το εθνικό εισόδημα στις ΗΠΑ ήταν μεταπολεμικά στο χαμηλότερο επίπεδο.

Η μείωση των εισοδημάτων της εργασίας αναπληρώθηκε με δανεισμό. Ετσι το σύστημα είναι διπλά κερδισμένο. Οι εργαζόμενοι δανείζονται από τις τράπεζες, όχι γιατί είναι άφρονες αλλά γιατί δεν μπορούν να επιβιώσουν μόνο με τον μισθό τους.

Αλλωστε το ξέφρενο καταναλωτικό πρότυπο τους σπρώχνει αμείλικτα προς τα εκεί. Χωρίς νέο αυτοκίνητο με δάνειο, εξοχικό με δάνειο, διακοπές με δάνειο, δεν είσαι τίποτα.

Ετσι το σύστημα συνέχιζε να παράγει όλο και περισσότερο (σπίτια, αυτοκίνητα, καταναλωτικά αγαθά) αυξάνοντας συνεχώς την προσφορά). Αυτή την υπερβάλλουσα προσφορά απορροφούσε η ζήτηση των καταναλωτών, βασισμένη όμως σε υπερδανεισμό.

Προφανώς το σύστημα ξεπέρασε τα όριά του και η «φούσκα» έσκασε. Για πολλές δεκαετίες όμως τράπεζες και επενδυτές βολεύονταν και περνούσαν καλά. Οι κεντρικές τράπεζες, θεματοφύλακες της νομισματικής τάξης, ξέχασαν τον ρόλο που τους είχαν αναθέσει τα κράτη που τις δημιούργησαν. Ετσι ο κ. Γκρίνσπαν, επί 20 χρόνια αφεντικό της Fed, «σοκάρεται» από την κρίση για την οποία είναι συνυπεύθυνος, ενώ ο κ. Τρισέ της ΕΚΤ, εδώ και δύο χρόνια, «ενοχλείται» από τις παρατηρήσεις του δεξιού Σαρκοζί ότι η πολιτική προέχει, καθοδηγεί και ελέγχει την οικονομία. Σήμερα ο εκλεγμένος από τον βρετανικό λαό κ. Μπράουν σώζει το σύστημα, ενώ οι κεντρικοί τραπεζίτες «απλώς» εκπλήσσονται.

Επιτέλους ύστερα από μια δεκαετία βαρβαρότητας όπου βιώνουμε την κυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής η τελευταία παίρνει και πάλι τη θέση της.

Το πρόβλημα που τίθεται είναι αν η διάσωση του συστήματος και η έξοδος από την κρίση, όποτε και αν αυτό συμβεί, θα οδηγήσει στην, πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση, ίδια κατάσταση ή όχι. Αν θα μειωθούν οι ανισότητες ή το σύστημα θα συνεχίσει να λειτουργεί με τις ίδιες βεβαιότητες όπως και πριν.

Οι ανισότητες μπορούν να μειωθούν μέσα από την κατάρρευση των χρηματιστηρίων, πτωχεύσεων επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας και μείωση των εισοδημάτων. Ετσι, εκτός από τις λαϊκές τάξεις και τη μεσαία τάξη, θα θιγούν ανεπανόρθωτα και οι ανώτερες εισοδηματικά τάξεις, λόγω μείωσης της περιουσίας τους.

Αυτό θα συμβεί αν δεν ληφθούν μέτρα. Προφανώς οι κοινωνικές εντάσεις θα είναι ανεξέλεγκτες. Εναλλακτικά η μείωση των ανισοτήτων περνά από δραστική φορολογία των ανωτέρων/ανωτάτων εισοδηματικά τάξεων (των εχόντων) και της χρησιμοποίησης των ποσών αυτών για αύξηση της ζήτησης, τόσο του κράτους (δημόσιες επενδύσεις) όσο και των καταναλωτών μέσα από μια ουσιαστική αναδιανομή εισοδημάτων.

Οι δημόσιες επενδύσεις πρέπει να είναι απόλυτα στοχευμένες ώστε να μην αυξηθεί υπέρμετρα το δημόσιο χρέος και η αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών να μην επιδεινώσει το ισοζύγιο πληρωμών.

Πράγματι υπάρχει κίνδυνος τα κράτη, στην προσπάθειά τους να αναθερμάνουν την οικονομία, να παραβλέψουν την αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων τους. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα παγκόσμια οικονομική κρίση.

Οι στοχευμένες δράσεις είναι απόλυτα αναγκαίες. Η Νορβηγία μέσω ενός δημοσίου ταμείου στηρίζει τις επιχειρήσεις της με εξαγορά μεριδίου του κεφαλαίου τους με τρεις βασικές προϋποθέσεις: την περιβαλλοντική τους ευθύνη, την κοινωνική τους ευαισθησία και την απόλυτη διαφάνεια στη διαχείριση. Το μοντέλο αυτό μελετά η γαλλική κυβέρνηση, της οποίας ο πρόεδρος Ν. Σαρκοζί τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η κρίση επιβάλλει επανίδρυση του καπιταλισμού.

Στη χώρα μας έχει αρχίσει δειλά μια συζήτηση από την οποία δυστυχώς απουσιάζουν επιδεικτικά τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση. Μοναδική εξαίρεση ο Κ.Σημίτης και κάποιες φωνές της Αριστεράς.

Ο κ. Αρ. Καλλιπολίτης είναι διδάκτωρ Οικονομικών, τ. δ/ντής ΑΤΕΒank.