Χθες έγινε γνωστό ότι εκτός από τους ικανοποιημένους πελάτες του χρηματιστή Μπέρναρντ Μάντοφ (όσους εισέπρατταν αποδόσεις από το κεφάλαιο που εισέφεραν τα νέα θύματα της «πυραμίδας») υπήρξαν και άλλοι που υποψιάστηκαν την παράνομη δράση του και προχώρησαν σε καταγγελίες. Οι πρώτοι το έπραξαν προς την Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SΕC) το 1999, αλλά φαίνεται ότι κανένας δεν τους πήρε στα σοβαρά επί δέκα ολόκληρα χρόνια. Ο επικεφαλής της SΕC Κρίστοφερ Κοξ παραδέχθηκε ότι οι υπάλληλοι της SΕC γνώριζαν από καταγγελίες το θέμα αλλά ουδέποτε εισηγήθηκαν στους ανωτέρους τους τη διερεύνησή του σε βάθος. Εξέφρασε «μεγάλη ανησυχία για την προφανή και επαναλαμβανόμενη αδυναμία της διερεύνησης των καταγγελιών επί μία ολόκληρη δεκαετία». Διέταξε «πλήρη διερεύνηση των καταγγελιών που έγιναν στο παρελθόν κατά του Μάντοφ και της εταιρείας του» αλλά και για τους λόγους που αυτές δεν θεωρήθηκαν αξιόπιστες. Ισως να έπαιξε ρόλο ότι ο Μάντοφ διέθετε θεσμικό κύρος, ως πρώην πρόεδρος του χρηματιστηρίου Νasdaq.

Αστυνομικοί του FΒΙ συνέλαβαν τον Μάντοφ πριν από μία εβδομάδα στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη. Ο φερόμενος ως εγκέφαλος της κομπίνας των 50 δισ. δολαρίων δήλωσε ότι είναι «ταπί» και ότι δεν σκοπεύει να δικαιολογηθεί ή να υποστηρίξει ότι είναι αθώος. Χθες τέθηκε σε κατ΄ οίκον περιορισμό με εγγύηση 10 εκατ. δολαρίων ενώ η σύζυγός του Ρουθ διατάχθηκε από το δικαστήριο του Μανχάταν να παραδώσει το διαβατήριο του άνδρα της. Οι Αρχές θα ελέγχουν στο εξής με ηλεκτρονικά μέσα τις κινήσεις του 70χρονου χρηματιστή για την τήρηση των όρων της εγγύησης.