Oι Ελληνες καπνίζουν σαν «φουγάρα», τρώνε με… δέκα μασέλες, πίνουν και δεν γυμνάζονται. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, περισσότεροι από 20.000 Ελληνες πεθαίνουν κάθε χρόνο εξαιτίας του καπνίσματος (19,3% των θανάτων). Τα καρδιαγγειακά νοσήματα, υπεύθυνα για το 48% των θανάτων στον ελληνικό πληθυσμό, έχουν ως βασικούς παράγοντες κινδύνου την κακή διατροφή, την έλλειψη σωματικής άσκησης, την παχυσαρκία και το κάπνισμα, παράγοντες που είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τις καθημερινές συνήθειες. Τα κακοήθη νεοπλάσματα- δεύτερη αιτία θανάτου- οφείλονται επίσης σε σημαντικό ποσοστό στη συμπεριφορά και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Παρά τις ανησυχητικές διαπιστώσεις των ειδικών, δεν γίνεται ως και σήμερα στην Ελλάδα συστηματική καταγραφή των παραγόντων που επηρεάζουν τη δημόσια υγεία. Με άλλα λόγια, η δημόσια υγεία «πληρώνει» την απουσία εθνικής πολιτικής.

Τα παραπάνω αναφέρονται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη Δημόσια Υγεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Πρόκειται για ένα σχέδιο 16 δράσεων, με προϋπολογισμό 721,5 εκατ. ευρώ. Η υλοποίηση των δράσεων αυτών εκτιμάται ότι θα εξοικονομεί περισσότερα από τέσσερα δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.

Στο Σχέδιο γίνεται εκτενής αναφορά σε τέσσερις κοινωνικές «πληγές»: στο κάπνισμα, στην κατανάλωση αλκοόλ, στην παχυσαρκία και στις ναρκωτικές ουσίες.

Σε ό,τι αφορά το κάπνισμα στην Ελλάδα παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα εμφανίζοντας μια σχετική αυξητική τάση από το 2000 και έπειτα. Σύμφωνα με στοιχεία της Ηellas Ηealth Ι του 2006, οι τέσσερις στους δέκα Ελληνες είναι καπνιστές. Σε καθημερινή βάση καπνίζουν το 49,9% των ανδρών και το 30,8% των γυναικών. Το 40% των καπνιστών είναι… θεριακλήδες, αφού καπνίζουν περισσότερα από 20 τσιγάρα ημερησίως. Στάσιμα παραμένουν τα ποσοστά των καπνιστών ηλικίας 18-34 ετών σε σύγκριση με ευρωπαϊκή μέτρηση που έγινε πριν από πέντε χρόνια. Συγκεκριμένα, το 44,3% των νέων καπνίζουν καθημερινά. Επίσης καθημερινά καπνίζει και το 24,6% των μαθητών ηλικίας 14-17 ετών.

«Τα παραπάνω ποσοστά φέρνουν την Ελλάδα στην κορυφή της λίστας των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά καπνιστών πανευρωπαϊκά και ανάμεσα στις υψηλότερες θέσεις διεθνώς» συμπεραίνουν οι συντάκτες του Σχεδίου.

Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί και το παθητικό κάπνισμα, καθώς από τους μη καπνιστές και τους περιστασιακούς καπνιστές οι τρεις στους δέκα δηλώνουν ότι εκτίθενται σε καπνό στο σπίτι τους και οι τέσσερις στους δέκα στον χώρο εργασίας τους.

Oι έλληνες έφηβοι εμφανίζουν σχετικά υψηλό ποσοστό κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών, που τους κατατάσσει στην πρώτη δεκάδα μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ωστόσο τα περιστατικά μέθης, αν και αυξήθηκαν τη δεκαετία 1993-2003, παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ενα σημαντικό στοιχείο που καταδεικνύει η μελέτη του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά (2007) σε σχέση με την κατανάλωση αλκοόλ από τους νέους ηλικίας ως 17 ετών είναι το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα (65,4%) καταναλώνει αλκοολούχα ποτά σε χώρους όπου απαγορεύεται. Το ποσοστό μεγαλώνει ακόμη περισσότερο αν προστεθεί σε αυτό και το 4,6% των εφήβων που αναφέρουν ότι καταναλώνουν αλκοολούχα ποτά σε ταβέρνα ή σε εστιατόριο.

Ωστόσο η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών στην Ελλάδα κυμαίνεται γενικά σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η κατανάλωση αλκοόλ στην Ελλάδα ήταν 7,68 λίτρα κατ΄ άτομο το 2003.

Το ίδιο έτος στην Ευρωπαϊκή Ενωση η μέση κατανάλωση ήταν 9,11 λίτρα.

Ωστόσο η κατάχρηση οινοπνεύματος είναι υπεύθυνη για ένα αξιόλογο ποσοστό νοσηρότητας στον ελληνικό πληθυσμό. Περίπου ο ένας στους πέντε Ελληνες δηλώνει ότι πίνει περισσότερες από τέσσερις μερίδες οινοπνευματωδών ποτών την εβδομάδα.

Υπέρβαροι και αγύμναστοι
Περισσότεροι από τους μισούς Ελληνες (57,7%) είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Το ποσοστό αυτό «ανεβάζει» τους Ελληνες σε μία από τις υψηλότερες θέσεις στην αντίστοιχη ευρωπαϊκή «λίστα». Επίσης πολλοί Ελληνες δηλώνουν ότι δεν γυμνάζονται. Οπως επισημαίνεται στο Σχέδιο Δράσης, η έλλειψη σωματικής άσκησης είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για πολλά νοσήματα, με κυριότερα αυτά του κυκλοφορικού συστήματος. Σύμφωνα με τα ευρήματα της Ηellas Ηealth Ι (2006), το 34,5% των ανδρών και το 44,7% των γυναικών ανέφεραν ότι δεν ασκούνταν. Αντιθέτως, τα άτομα που δήλωσαν ότι έχουν συχνή (δύο-τρεις φορές την εβδομάδα) έντονη σωματική δραστηριότητα είχαν και σημαντικά καλύτερη ποιότητα ζωής.