Το 8,6% του ελληνικού πληθυσμού ηλικίας 12-64 ετών έχει κάνει χρήση παράνομης ουσίας μία ή περισσότερες φορές στη ζωή του. Υψηλότερα ποσοστά εμφανίζουν οι άνδρες (13,3% έναντι 3,9% των γυναικών) και τα άτομα ηλικίας 18-35 ετών (12,2%). Το μεγαλύτερο μέρος της χρήσης παράνομων ουσιών αφορά την κάνναβη.
Σημειώνεται ότι η χρήση ναρκωτικών ουσιών παρουσίασε σημαντική αύξηση κατά το χρονικό διάστημα 1984-1998. Στη συνέχεια είχε πτωτική πορεία.
Μεταξύ των μαθητών ηλικίας 14-17 ετών η κάνναβη είναι η πιο δημοφιλής παράνομη ουσία. Ο ένας στους δέκα μαθητές αυτής της ηλικίας δηλώνει ότι έχει κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του.
Σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι έλληνες έφηβοι εμφανίζουν μικρά ποσοστά χρήσης, ιδιαίτερα κάνναβης. Η μόνη κατηγορία στην οποία φαίνεται να βρίσκονται υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι τα εισπνεόμενα.
«Το 2004οι βεβαιωθέντες θάνατοι από ναρκωτικά ήταν 226, αν και οι καταγραφές είναι ελλιπείς.Θάνατοι από ΑΙDS,ηπατίτιδα και άλλα νοσήματα που σχετίζονται με τη χρήση ναρκωτικών δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον αριθμό» αναφέρεται.
O ι συντάκτες του Σχεδίου σημειώνουν ότι «δεν υπάρχει συστηματική καταγραφή στοιχείων για την παρακολούθηση των παραγόντων κινδύνου και των λοιπών παραγόντων που επηρεάζουν την υγεία.Καταγράφονται αποσπασματικές ενέργειες από εργαστήρια εκπαιδευτικών ιδρυμάτων,τα οποία δημοσιεύουν επί μέρους μελέτες για παράγοντες κινδύνου ή αναφορές που αποτελούν δευτερογενή επεξεργασία των δεδομένων της ΕΣΥΕγια τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα». Συγκεκριμένα δεν υπάρχουν δεδομένα: ▅ Για τη νοσηρότητα από καρκίνο ή από άλλα χρόνια νοσήματα.
▅ Που να επιτρέπουν την παρακολούθηση των δεικτών υγείας σε περιφερειακό ή νομαρχιακό επίπεδο. ▅ Που να επιτρέπουν την παρακολούθηση της υγείας σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και την ανίχνευση και παρακολούθηση κοινωνικών ανισοτήτων.
Οπως επισημαίνουν, ο προϋπολογισμός και γενικότερα οι πόροι για τη δημόσια υγεία είναι περιορισμένοι, ενώ «η έλλειψη περιφερειακής οργάνωσης και η ανυπαρξία περιφερειακών υπηρεσιών δημόσιας υγείας αποτελούν μία από τις σημαντικότερες αδυναμίες του συστήματος».
Επίσης στο Σχέδιο τονίζεται ότι «η διερεύνηση των επιδημικών εκρήξεων είναι γενικά ιδιαίτερα δυσχερής,ιδίως σε τοπικό επίπεδο,ενώ η απαιτούμενη εργαστηριακή υποστήριξη για τη διερεύνηση των επιδημιών δεν είναι εξασφαλισμένη» .
Σε ό,τι αφορά τους εμβολιασμούς σημειώνεται ότι «στην Ελλάδα δεν γίνεται συστηματική και συνεχής καταγραφή της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού,ενώ τα διαθέσιμα δεδομένα προέρχονται από κατά τόπους μελέτες που έχουν χαρακτήρα αδρής προσέγγισης,κυρίως λόγω μεθοδολογικών περιορισμών και δεν δίνουν συγκρίσιμα μεταξύ τους αποτελέσματα».