ΛΟΝΔΙΝΟ.

Ερευνητές από την Ιατρική Σχολή Βarts and Τhe London ανακάλυψαν ένα ένζυμο το οποίο φαίνεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του καρκίνου. Ελπίζουν ότι αν αναπτυχθεί ένα φάρμακο που θα βάζει «φρένο» σε αυτό το ένζυμο, ο καρκίνος θα σταματήσει να αποτελεί τον μεγάλο «δολοφόνο» που είναι σήμερα.

Μέχρι στιγμής οι επιστήμονες από το Λονδίνο έχουν ανακαλύψει τον ρόλο του ενζύμου με την ονομασία ΡLCg1 στον καρκίνο του μαστού. Οπως είδαν, το ένζυμο ήταν απαραίτητο για την εξάπλωση των καρκινικών κυττάρων στον οργανισμό. Ωστόσο όταν οι ερευνητές εμπόδιζαν τη δράση του, ο καρκίνος δεν ήταν δυνατόν να εξαπλωθεί. Οπως ανέφερε ο επικεφαλής των ερευνητών καθηγητής Μάρκο Φαλάσκα, «από τη μελέτη αυτή εντοπίστηκε ένα μόριο που παίζει σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του καρκίνου αλλά την ίδια στιγμή φάνηκε πώς αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να σταματήσει.Μέχρι στιγμής το αποδείξαμε αυτό σε πειραματικά μοντέλα.Η νέα μεγάλη πρόκληση είναι να το αποδείξουμε και σε ασθενείς». Πράγματι η μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο «Cancer Research», έχει διεξαχθεί μόνο σε ποντίκια. Οι επιστήμονες επέτυχαν μπλοκάροντας το ΡLCg1 να αποτρέψουν καρκινικά κύτταρα του μαστού από το να μεταναστεύσουν στους πνεύμονες, ωστόσο το μπλοκάρισμα του ενζύμου δεν είχε επίδραση στον πρωτογενή όγκο.

Δείγματα που ελήφθησαν από ασθενείς με καρκίνο του μαστού έδειξαν ότι τα επίπεδα του ενζύμου ήταν υψηλότερα στους δευτερογενείς όγκους σε σύγκριση με τους πρωτογενείς στο 50% των περιπτώσεων. Με βάση αυτά τα ευρήματα, ο καθηγητής Φαλάσκα σημείωσε ότι αναστολείς του ΡLCg1 θα μπορούσαν να έχουν θεραπευτική εφαρμογή για την κλινική αντιμετώπιση των μεταστάσεων, αν και θα απαιτηθούν αρκετά χρόνια προτού η νέα γνώση μεταφραστεί σε θεραπείες για τον άνθρωπο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που εντοπίζεται ένζυμο το οποίο παίζει ρόλο-«κλειδί» στον καρκίνο του μαστού. Πριν από περίπου ενάμιση χρόνο ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Μακ Γκιλ στον Καναδά ανακάλυψαν ότι η «αποσιώπηση» της δράσης του ενζύμου ΡΤΡ1Β απέτρεψε τη δευτερογενή ανάπτυξη όγκων στους πνεύμονες. Και τα δύο αυτά ένζυμα μπορούν να αποτελέσουν στόχους για μελλοντικά φάρμακα.