Oι διαδηλώσεις αλλά και οι ταραχές που πήραν τόσο μεγάλη έκταση και απλώθηκαν ως τις μικρές πόλεις δείχνουν μια τεράστια κοινωνική οργή και έγιναν αντικείμενο συζήτησης σε όλο τον κόσμο. Παρακολουθώντας τη συζήτηση για τις ταραχές στην Αθήνα στη διαδικτυακή λίστα επιστημόνων στην Αμερική που έχουν ως επίκεντρο την Ελλάδα (ΜGSΑ) συγκράτησα δυο φράσεις-κλειδιά.
Γιατί οι Ελληνες να μην είναι θυμωμένοι;
Το ερώτημα είναι όχι γιατί οι Ελληνες είναι θυμωμένοι, αλλά μάλλον πώς είναι δυνατόν να μην είναι θυμωμένοι. Η ανάλυση αναφέρεται σε όσα λέγονται και γράφονται: η μία στις πέντε οικογένειες κάτω από το όριο της φτώχειας, η εργασιακή ανασφάλεια και η αναφανδόν χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών, η αίσθηση της αποστέρησης και της αποξένωσης από τα δημόσια αγαθά, η οικονομική πολιτική που ευνοεί αναφανδόν τους λίγους, η απο-επένδυση στις δημόσιες υπηρεσίες, στην υγεία και την παιδεία, η διαφθορά, οι καταχρήσεις και τα σκάνδαλα, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, η σκανδαλιστική λειτουργία της δικαιοσύνης που χαρίζεται στους ισχυρούς και εξαντλεί την αυστηρότητά της στους αδύναμους, η αυθαιρεσία της αστυνομίας και η παρουσία βαριά οπλισμένων αστυνομικών στο κέντρο της πόλης, η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών, το αίσθημα αποξένωσης των πολιτών απέναντι στην πολιτική τάξη, ο κυνισμός της εξουσίας, η υποβάθμιση της ζωής στις μεγάλες ελληνικές πόλεις, κ.ο.κ. Πολλές από αυτές τις αιτίες βρίσκονται στη βάση πολλών από τις σφοδρές κοινωνικές ταραχές που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια στις μεγάλες μητροπόλεις του κόσμου. Οι νύχτες με τις φωτιές και τις κουκούλες αποτελούν πια το γνώριμο χαρακτηριστικό της εποχής της παγκοσμιοποίησης. Η διαφορά όμως της Αθήνας είναι ότι πρόκειται για γενικευμένες ταραχές που δεν περιορίζονται στα προάστια και στις γειτονιές των έγχρωμων και των μεταναστών. Σε κάθε χώρα η παγκοσμιοποίηση παράγει περιθωριοποίηση. Στην Ελλάδα πιθανόν να είναι μεγαλύτερη, αγγίζοντας και τους γόνους των μεσαίων στρωμάτων. Επειτα από μια περίοδο που η χώρα έδειχνε πως προσεγγίζει τον μέσο ευρωπαϊκό χώρο, φαίνεται πως κατρακυλάει πίσω στην προβληματική θέση των χωρών της περιφέρειας. Και το χειρότερο, δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα ένα πνεύμα ανάλογο με εκείνο που εξέφραζε ο Ομπάμα στην Αμερική: «Ναι, θα τα καταφέρουμε!». Νιώθοντας ασφυξία οι Ελληνες ως προς τις πολιτικές προοπτικές, πώς να μην εκδηλώσουν την οργή τους; Οταν δεκαπεντάχρονα πετούν πέτρες στην αστυνομία και στα δημόσια κτίρια σημαίνει ότι δεν μπορούν να διαμεσολαβήσουν την οργή τους σε πολιτική σκέψη και λόγο. Πού είναι ο καίριος προοδευτικός, πειστικός, πολιτικός λόγος;
Ο σεβασμός μαθαίνεται αμοιβαία
Η δεύτερη φράση έχει να κάνει με την έκταση των καταστροφών. Απασχόλησε και απασχολεί την κοινή γνώμη. Γιατί τόσες καταστροφές; Η έκταση και η ένταση δεν δικαιολογούν ούτε τη θεωρία των σκοτεινών κουκουλοφόρων ούτε την απουσία αστυνόμευσης για να καρπωθεί η κυβέρνηση την αγανάκτηση. Αμφότερα μπορεί να υπάρχουν, αλλά δεν εξηγούν. Γιατί δεν υπήρχε σεβασμός προς τη δημόσια και την ιδιωτική περιουσία; Το ερώτημα ηχεί συντηρητικά, ίσως ως αφελής αμερικάνικος ιδεαλισμός, αλλά η φράση-κλειδί είναι «ο σεβασμός δεν είναι χάρισμα, αλλά μια αμοιβαία υποχρέωση που μαθαίνεται». Το να επικαλείσαι τον σεβασμό από καθέδρας χωρίς να μάθεις να σέβεσαι έμπρακτα κοινούς κανόνες είναι υποκριτικό. Πού είναι όμως ο σεβασμός και η καλλιέργεια της υπευθυνότητας διά της ελευθερίας στο Πανεπιστήμιο; Πού είναι ο σεβασμός του κράτους για τους πολίτες του και για τα δημόσια αγαθά, των επιχειρήσεων στην εργατική νομοθεσία, της δικαιοσύνης στην ισότητα απέναντι στον νόμο, του δήμου στους δημότες, της τηλεόρασης και των ΜΜΕ στην ενημέρωση του κοινού, της εκκλησίας για τους πιστούς, των γιατρών και των νοσοκομείων για τους ασθενείς τους; Ακόμη και στην καθημερινή ζωή των πολιτών, πώς εκδηλώνεται ο σεβασμός όταν παρκάρουμε πάνω στις ράμπες των τυφλών, όταν πετάμε σκουπίδια δεξιά-αριστερά, όταν κάνουμε αυτό που μας αρέσει παραγκωνίζοντας τους άλλους, όταν φερόμαστε ρατσιστικά στους μετανάστες, με περιφρόνηση στους ανήμπορους; Ο κυνισμός της εξουσίας, η αδιαφάνεια, τα σκάνδαλα, μας προσβάλλουν ως πρόσωπα, μας ευτελίζουν, έχουν διαποτίσει βαθιά την ελληνική κοινωνία και έχουν καταστήσει την έλλειψη σεβασμού σε αρχή συμπεριφοράς. Τα παιδιά που πετροβολούσαν βιτρίνες, πετροβολούσαν και τους γονείς τους και τις συμπεριφορές τους. Δεν έκαναν κάτι διαφορετικό από ό,τι τους δίδαξαν: την έλλειψη σεβασμού.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.