Οι αναλύσεις και τα άρθρα του ξένου Τύπου για τις αναταραχές που συμβαίνουν την τελευταία εβδομάδα διευκολύνουν πάρα πολύ στην κατανόηση του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Μια ψύχραιμη, αναλυτική ματιά στα γεγονότα, από κάποιον που δεν συμμετέχει σε όσα συμβαίνουν στη χώρα, πάντα βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα. Οσο και αν δεν μας αρέσουν αυτά που μεταδίδουν οι ξένοι ανταποκριτές, δυστυχώς ανταποκρίνονται στην αλήθεια περισσότερο από τις εγχώριες αναλύσεις που έχουν έντονο το υποκειμενικό στοιχείο.
Το ίδιο ίσχυε και τον περασμένο Μάιο, όταν ένα άρθρο των «Financial Τimes» για την ελληνική οικονομία έκανε δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον της. Τότε ο αρθρογράφος, δίνοντας έμφαση στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, τόνιζε ότι η διόγκωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να οδηγήσει σε απότομη διόρθωση της ελληνικής οικονομίας τους προσεχείς μήνες. Χαρακτηριστικά έγραφε ότι το ύψος του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών που διαμορφώθηκε πέρυσι στο 14% κάνει την Ελλάδα μια αναδυόμενη βαλκανική χώρα και όχι μια χώρα της ευρωζώνης.
Δυστυχώς ύστερα από επτά μήνες επιβεβαιώνεται. Η διαφορά των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με τα γερμανικά συνεχίζει να διευρύνεται και να διαμορφώνεται σε επίπεδα αναδυόμενων αγορών, περί τις 200 μονάδες βάσης, από περίπου 30 που ήταν όταν γραφόταν το άρθρο. Αντιδρώντας τότε στο δημοσίευμα, ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ.Αλογοσκούφης σε επιστολή του προς την εφημερίδα τόνιζε ότι το άρθρο δημιουργεί «λανθασμένες εντυπώσεις που αδικούν την ελληνική οικονομία» και επεσήμαινε τις προβλέψεις της ΕΕ για ρυθμό ανάπτυξης 3,3% το 2009 και μείωση της ανεργίας κατά μία μονάδα κάτω από το 7,5%, σε αντίθεση με ό,τι αναφέρεται στο δημοσίευμα. Προβλέψεις φυσικά που σήμερα έχουν αναθεωρηθεί άρδην. Βεβαίως ο κ. Αλογοσκούφης δεν είχε άλλη επιλογή από το αντιδράσει έτσι όπως αντέδρασε. Ωστόσο τώρα είναι σαφές ότι η κυβέρνηση δεν είχε καταλάβει αυτό που της υποδείκνυε ο αρθρογράφος, ότι δηλαδή το «πάρτι» της τελευταίας 10ετίας, όπου οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου επιτεύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό μέσω του τραπεζικού δανεισμού, των χαμηλών επιτοκίων, των κοινοτικών επιδοτήσεων, της ευνοϊκής συγκυρίας σε ναυτιλία και τουρισμό και της αξιοποίησης των «παρθένων» βαλκανικών αγορών, δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ καιρό ακόμη. Διότι, αν το είχε αντιληφθεί, θα είχε προετοιμαστεί καταλλήλως, θα είχε εκμεταλλευθεί την ευνοϊκή συγκυρία των τελευταίων ετών και θα είχε θέσει τις βάσεις για αυτοδύναμη ανάπτυξη.
Και το δημοσίευμα των «Financial Τimes» κατέληγε επικαλούμενο εκτιμήσεις αναλυτών, σύμφωνα με τις οποίες «μια απότομη επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μετανάστευση προς τις αγορές της Δυτικής Ευρώπης τους έλληνες εργαζομένους, για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1960».