Το παρθένο ελαιόλαδο δεν είναι απλώς μια λιπαρή ύλη κατάλληλη για τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Είναι ένα προϊόν με εξαιρετική σημασία για τη διατροφή μας λόγω της σύστασής του σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα αλλά και σε α-τοκοφερόλη, πολικές φαινόλες, φυτοστερόλες και άλλες ευεργετικές για την υγεία ουσίες. Ωστόσο η ποιότητα ενός παρθένου ελαιολάδου επηρεάζεται από όλες τις πρακτικές που ασκούνται στον ελαιώνα, το ελαιοτριβείο, το τυποποιητήριο και τέλος στο ίδιο μας το σπίτι. Οποιες μεταβολές στην αρχική σύσταση και ποιότητα του ελαιολάδου συνεπάγονται μεταβολές και στα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του. Αυτό τόνισε η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Χημείας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κυρία Μαρία Τσιμίδου στην ημερίδα που έγινε χθες στις εγκαταστάσεις του Ελληνικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου στην Ηλιούπολη με τίτλο «Η χρήση της ελιάς και του ελαιολάδου στην παραδοσιακή ελληνική διατροφή».

Η ημερίδα, η οποία διοργανώθηκεαπό το Ελληνικό Ιδρυμα Υγείας με την υποστήριξη του Ελληνικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου και του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου, επικεντρώθηκε στη σχέση των παραδοσιακών προϊόντων με την υγεία, τον πολιτισμό και την εθνική οικονομία.

Η παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή αφορά τις διατροφικές συνήθειες των πληθυσμών στις ελαιοπαραγωγές περιοχές της Μεσογείου ως τη δεκαετία του 1960. Σύμφωνα με την καθηγήτρια και αντιπρόεδρο του Ελληνικού Ιδρύματος Υγείας κυρία Αντωνία Τριχοπούλου τοελαιόλαδο αποτελεί τη βάση για την παρασκευή της πλειονότητας των παραδοσιακών τροφίμων που διαμορφώνουν το διατροφικό πρότυπο της μεσογειακής δίαιτας. «Ως μεμονωμένο τρόφιμο,το ελαιόλαδο έχει ευεργετικές επιδράσεις στην υγεία λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα και λόγω της παρουσίας αντιοξειδωτικών και άλλων μικροσυστατικών.Η ως τώρα μελέτη των ελληνικών παραδοσιακών τροφίμων καταδεικνύει ότι ανταποκρίνονται στις σύγχρονες υποδείξεις για τη σωστή διατροφή παρέχοντας σε ιδανικό συνδυασμό απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, συμπεριλαμβανομένων βιταμινών, μετάλλων και φυτοχημικών ουσιών» σημείωσε η κυρία Τριχοπούλου.

Τ ο γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον πολιτισμικό και γευστικό πλούτο των παραδοσιακών τροφίμων, στοιχειοθετούν την ανάγκη στήριξή τους σε οικοτεχνικό επίπεδο, στη μαζική εστίαση, σε βιοτεχνική κλίμακα τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή αγορά.

Τα τελευταία 15 χρόνια το Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών αναπτύσσει μεθοδολογία με αντικείμενο τη μελέτη των ελληνικών παραδοσιακών τροφίμων ως προς τη σχέση τους με την υγεία, τον πολιτισμό και τη σύγχρονη παραγωγική δραστηριότητα. Η ερευνητική αυτή δραστηριότητα, όπως επεσήμανεο γεωπόνος και επιστημονικός συνεργάτης του Ελληνικού Ιδρύματος Υγείας κ. Βαρδής Ντίλης, έχει ως αποτέλεσμα να έχουν μελετηθεί ως σήμερα περισσότερα από 100 ελληνικά παραδοσιακά τρόφιμα και συνταγές.

Η προώθηση προϊόντων, όπως η ελιά και το ελαιόλαδο, που παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πλεονέκτημα για την αγροτική οικονομία, ιδίως στις μειονεκτικές ή στις απομακρυσμένες περιοχές.

Οπως είπε χαρακτηριστικά χθες η κυρία Αναστασία Παγίδα από το Τμήμα Ιδιότυπων και Παραδοσιακών Προϊόντων του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, η προώθησή τους εξασφαλίζει αφενός τη βελτίωση του γεωργικού εισοδήματος και αφετέρου τη συγκράτηση του αγροτικού πληθυσμού σε αυτές τις περιοχές.

Σύμφωνα με την ίδια, ένας σταθερά αυξανόμενος αριθμός καταναλωτών δίνει πλέον προτεραιότητα στην ποιότητα των τροφίμων και αναζητά ιδιότυπα γεωργικά προϊόντα ή τρόφιμα ορισμένης γεωγραφικής καταγωγής.

Στην ημερίδα μεταξύ άλλων μίλησαν η επίκουρη καθηγήτρια στο Εργαστήριο Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστήμιου Αθηνών κυρία Ανδρονίκη Νάσκα , η διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών κυρία Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη , ο κ. Ηλ.Μαμαλάκης , ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Χημείας ΑΠΘ κ. Γ. Μπλέκας, ο ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Χημείας ΑΠΘ κ. Δ. Μπόσκος κ.ά.