Oσοι θεώρησαν τα σπασίματα και τις πυρπολήσεις αντιδράσεις αποδεκτές ή δικαιολογημένες έχω την εντύπωση ότι άφησαν στις δηλώσεις τους κρίσιμα, αναπάντητα, κενά. Μιλούσαν πολιτικά ή ψυχολογικά; Εκριναν, δηλαδή, τις ενέργειες του είδους ως θετική πολιτική δράση ή θεωρούσαν μεν αδικηματίες τους υπευθύνους, αλλά τους αναγνώριζαν ψυχολογική ένταση τέτοια ώστε να μην τους καταλογίζεται το έγκλημα; Αν ισχύει το δεύτερο, είναι προφανές ότι θα έπρεπε, αντί γενικής αποδοχής, να κριθεί κάθε λεηλασία κατά περίπτωση: αλλιώς οι οργισμένοι διαδηλωτές, αλλιώς οι κλέφτες που ελάφρωσαν τα καταστήματα. Αν πάλι η αποδοχή των καταστροφών ήταν πολιτική, από τις σχετικές δηλώσεις έλειπε μια αναγκαία διευκρίνιση: το γιατί.

Τα τελευταία χρόνια οι περισσότερες τοποθετήσεις τείνουν να καρυκεύονται από μια γενική καταδίκη της βίας, είτε μιλά κανείς για το κοινό έγκλημα είτε για τη «17 Νοέμβρη». Η «πολιτική ορθότητα» αυτής της καταδίκης μάς εμποδίζει να αντιληφθούμε ότι με τη γενικότητά της στερείται νοήματος από πολιτική και ιστορική άποψη. Οι κανόνες του ίδιου του συστήματος, στο (ή υπό το) οποίο ζούμε, αποτελούν θεσμοθετημένη βία, ακόμη και στην πολύ απλή περίπτωση της αναγνώρισης στοιχείων. Οσο για τους ευρύτερους συσχετισμούς, η βία παραμένει «μαμή της ιστορίας», είτε τη μετέρχεται ο Μπιν Λάντεν είτε ο Μπους ο νεότερος. Καταδίκη κάθε βίας σημαίνει, αν μη τι άλλο, αποδοχή του στάτους κβο.

Για την ταυτότητα του λόγου, όμως, η αποδοχή της βίας είναι ατελής ως τοποθέτηση, αν δεν αποκαλύπτει την αιτία της «έγκρισης». Η βία νομιμοποιείται ηθικά μόνον από τον στόχο της. Κατά το νομικό σύστημα (οιοδήποτε εν ισχύι) παραβάτες είναι και οι αντάρτες πόλεων και οι λαθρέμποροι, όσο και αν διακρίνονται κατά το ότι οι πρώτοι επιζητούν «κράτος ανταρτών», ενώ οι δεύτεροι επιδιώκουν τον πλουτισμό και όχι την επιβολή κράτους λαθρεμπόρων. Στο πολιτικό επίπεδο, όμως, ουδείς τους εξισώνει. Ουδείς λέει «σωστοί οι αναρχικοί, σωστοί και οι κλέφτες από το Ζεφύρι». Και αν συμβεί να το πει, το κάνει επειδή θεωρεί θετική όχι τη λεηλασία καθαυτή αλλά τη λεηλασία ως πηγή αναταραχής , που δημιουργεί πρόσφορες συνθήκες για ανατρεπτική δράση.

Τι φρονούν όσοι αποδέχθηκαν τις καταστροφές ως κάτι πολιτικώς ωφέλιμο (και όχι απλώς ως ακαταλόγιστο έγκλημα) δεν το διευκρίνισαν. Θέλουν την ανατροπή του συστήματος μήπως πρωτοπορήσει η Ελλάδα, εγκαθιδρύοντας κοινωνία κοινοκτημοσύνης; Επιθυμούν την κατάργηση της ιδιοκτησίας; Πιστεύουν ότι πρέπει να είναι όλοι σε ίση μοίρα ανεξαρτήτως προσπάθειας; ΄Η οργίζονται μόνο με τις κλεπτοκρατικές πτυχές του σημερινού συστήματος και θεωρούν ευεργετικό ένα σοκ, οπότε, μια που δεν είναι εφικτή η κατάληψη των ανακτόρων, αποδέχονται την πυρπόληση των «οικιών ημών»; Αδηλο. Πάντως οι λίγοι που γνωρίζω από όσους υιοθέτησαν τέτοια στάση θα οργίζονταν τα μάλα με τυχόν καταστροφή των αυτοκινήτων τους. Δικαίως. Απλώς θα ήταν συνεπέστεροι αν οργίζονταν και με την καταστροφή των αυτοκινήτων των άλλων.

Γιατί, όμως, θα έπρεπε να διευκρινίζουν την πολιτική τους βούληση οι υπέρμαχοι των λεηλασιών; Οχι μόνο χάριν θεωρητικής πληρότητας. Αλλά και για να αντιληφθούμε οι υπόλοιποι τι πιστεύουν οι ομιλούντες και να μη χάνονται όλα σε έναν «αχταρμά» διανοητικής σύγχυσης και πολιτικής ανακολουθίας. Αν το πολιτικό υπόστρωμα αποκαλυπτόταν, μπορεί να εκδηλωνόταν με μεγαλύτερη ένταση ότι, καλώς ή κακώς, η συντριπτική πλειοψηφία υποστηρίζει αυτό το σύστημα, με τις τράπεζες και τα εμπορικά κέντρα του, και όχι κάποιο άλλο με ποικιλόμορφες κουκούλες, ότι θέλει εντός του συστήματος καλύτερη Υγεία, Παιδεία και διανομή εισοδήματος, όχι όμως ισότητα εν λιτότητι και καταστήματα με άδεια ράφια. Λυπηρόν ίσως, αλλά έτσι δείχνουν τα πράγματα. Οσοι παρά ταύτα θέλουν να κάψουν κάτι για διαμαρτυρία, μπορούν ατιμωρητί να αρχίσουν από τη δική τους περιουσία.