Oι ανακαινίσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών λυρικών θεάτρων οι οποίες έλαβαν χώρα τα προηγούμενα χρόνια προβλήθηκαν από τον διεθνή Τύπο εν είδει σίριαλ, αν όχι- σε ορισμένες περιπτώσεις- σαπουνόπερας: αντεγκλήσεις επί αντεγκλήσεων περί της αναγκαιότητας ή μη των σχετικών εργασιών, γκρίνιες και «αλληλοκαρφώματα» ως προς το κόστος, στιγμιαία «ανακωχή» χάριν της αναμενόμενης αναγνωσιμότητας των ρεπορτάζ των λαμπρών εγκαινίων και, τέλος, προβληματισμός για το μέλλον στο πλαίσιο της νέας, σύνθετης και κατά κοινή ομολογία δύσκολης πραγματικότητας.

Στην περίπτωση του θρυλικού Μπαλσόι της Μόσχας το «σίριαλ» έχει ίσως λίγη περισσότερη δράση: η νέα αναβολή στην επανέναρξη της λειτουργίας της ιστορικής σκηνής, η οποία ανακοινώθηκε μόλις πριν από λίγες ημέρες μεταθέτοντάς την το 2011 αντί του φθινοπώρου του 2009, προκάλεσε αλλεπάλληλα δημοσιεύματα και σχόλια στον διεθνή Τύπο. Ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση το στοιχείο της μοναδικότητας είναι αναγνωρίσιμο και αξίζει να υπογραμμιστεί. Δεν πρόκειται μόνο για τη μεγαλύτερη ανακαίνιση την οποία γνώρισε το θέατρο στη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας του, αλλά και για την πλέον δαπανηρή σε παγκόσμια κλίμακα: το κόστος της αναμένεται να ανέλθει στα 730 εκατ. δολάρια (αντί των 610, όπως είχε αρχικώς υπολογιστεί) τη στιγμή που η αμέσως επόμενη, εκείνη του λονδρέζικου Κόβεντ Γκάρντεν, κόστισε 360 εκατ. δολάρια, ενώ οι αντίστοιχες εργασίες στη Σκάλα του Μιλάνου δεν υπερέβησαν τα 72 εκατ. δολάρια.

Οι σκοποί της ανακαίνισης η οποία ξεκίνησε- όχι δίχως αντιδράσεις, είναι αλήθεια- το 2005, με αποτέλεσμα να μεταφερθούν οι δραστηριότητες του ιστορικού θεάτρου στην παρακείμενη, κατασκευασμένη μέσα σε μόλις έξι μήνες Νέα Σκηνή, προβλήθηκαν έντονα από τους διοικητικούς παράγοντες: πέρα από τους προφανείς λόγους ασφαλείας για τους καλλιτέχνες και το κοινό, το Θέατρο Μπαλσόι (το «Μεγάλο Θέατρο» επί το ελληνικότερο) όφειλε να συνεχίσει να αποτελεί πηγή εθνικής υπερηφάνειας, ανταποκρινόμενο ωστόσο στις αλλαγές που επήλθαν στη ρωσική κοινωνία και στο αισθητικό της κριτήριο τα τελευταία χρόνια, και ικανό να παρακολουθήσει αλλά και να πρωταγωνιστήσει στις διεθνείς εξελίξεις.

Στο πλαίσιο αυτό, ως πρωταρχικός στόχος ετέθη η αποκατάσταση της εκπληκτικής πρωτότυπης ακουστικής του θεάτρου η οποία είχε υποστεί πλήγματα εξαιτίας διαφόρων παρεμβάσεων στη διάρκεια της πάλαι ποτέ σοβιετικής περιόδου. Η εξωτερική μορφή θα διατηρηθεί ουσιαστικά ανέπαφη με μόνη ίσως εξαίρεση το ότι το σφυροδρέπανο στην κορυφή της πρόσοψης θα αντικατασταθεί από τον παραδοσιακό ρωσικό θυρεό με τον δικέφαλο αετό. Ωστόσο το εσωτερικό του θεάτρου θα ανακαινιστεί κυριολεκτικά «από την κορυφή ως τα νύχια»- διάφορα τμήματα έχουν αποσπαστεί προκειμένου να ανακατασκευαστούν σε ειδικά εργαστήρια- ενώ αναμένεται σημαντική αναβάθμιση των τεχνικών δυνατοτήτων και του μηχανολογικού εξοπλισμού με τη συνδρομή κορυφαίων στους σχετικούς τομείς ρωσικών και ξένων εταιρειών.

Σε σύγκριση με τα άλλα προσφάτως ανακαινισθέντα λυρικά θέατρα της Ευρώπης, το Μπαλσόι προχώρησε ένα βήμα παραπέρα αφού οι εργασίες ξεκίνησαν κυριολεκτικά… υπογείως. Ενδελεχείς σχετικές μελέτες στο έδαφος που στηρίζει το ηλικίας 183 ετών κτίριο έδειξαν ότι ο σκελετός του παρουσίαζε αστάθεια σε ποσοστό 75%, γεγονός που στάθηκε τελικά και η αιτία να αυξηθεί δραματικά το συνολικό κόστος της ανακαίνισης. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ολόκληρο το ποσό προήλθε από τον κρατικό «κορβανά» αφού οι προσπάθειες τις οποίες κατέβαλλε η UΝΕSCΟ τα προηγούμενα χρόνια να εξασφαλίσει ιδιωτικούς πόρους απέτυχαν, πιθανώς λόγω του γεγονότος ότι, σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο, η ρωσική νομοθεσία δεν προσφέρει σχετικές φοροαπαλλαγές. Ωστόσο, μέσω της ιστοσελίδας του θεάτρου, οι ιδιώτες που προτίθενται να συνδράμουν εξακολουθούν να είναι καλοδεχούμενοι έναντι διαφόρων προνομίων, όπως για παράδειγμα την περίοπτη αναφορά του ονόματός τους και την πρόσκλησή τους να παρευρεθούν στα λαμπρά εγκαίνια.

Με εμπόδια η πορεία της επανάκαμψης

Η εξωτερική μορφή του θεάτρου θα διατηρηθεί ουσιαστικά ανέπαφη, ωστόσο το σφυροδρέπανο στην κορυφή της πρόσοψης θα αντικατασταθεί από τον παραδοσιακό ρωσικό θυρεό με τον δικέφαλο αετό

Η όλη ιστορία της ανακαίνισης δεν μπορεί παρά να είναι αλληλένδετη με τις σύγχρονες καλλιτεχνικές αναζητήσεις του θεάτρου Μπαλσόι. Εχοντας περάσει μια περίοδο κλυδωνισμών στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, το συγκρότημα κατόρθωσε να επανακάμψει δριμύτερο τόσο στο εγχώριο όσο και στο διεθνές προσκήνιο. Διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας σε ό,τι αφορά το μεγάλο ρωσικό ρεπερτόριο στην όπερα και στο μπαλέτο με παράλληλο τολμηρό «άνοιγμα» σε έργα και σκηνοθετικές προσεγγίσεις, συνεργασίες με διάσημα θέατρα όπως το Κόβεντ Γκάρντεν, η Σκάλα του Μιλάνου, η Οπερα του Παρισιού, περιοδείες σε ολόκληρο τον κόσμο οι οποίες απέσπασαν διθυράμβους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συγκροτούν το προφίλ των τελευταίων χρόνων. Ωστόσο κατά καιρούς οι αντιδράσεις δεν λείπουν. Χαρακτηριστικό το «ξέσπασμα» της υψιφώνου Γκαλίνας Βισνιέφσκαγια – αλλοτινής «δόξας» του Μπαλσόι – το φθινόπωρο του 2006 όταν, έχοντας μόλις παρακολουθήσει τη νέα «αιρετική» παραγωγή του «Ευγένιου Ονιέγκιν», έκανε λόγο για «διαπόμπευση ενός από τους πολυτιμότερους εθνικούς θησαυρούς της πατρίδας μας» και έσπευσε να μεταφέρει τον εορτασμό των 80 χρόνων της στο Ωδείο Τσαϊκόφσκι της ρωσικής πρωτεύουσας.

Παρ΄ ότι η διοίκηση του θεάτρου πρόσφερε πλήρη κάλυψη στον σκηνοθέτη Ντμίτρι Τσερνιακόφ, από τις πρώτες κιόλας πρόβες της άλλης νέας παραγωγής εκείνης της σεζόν – του «Μπορίς Γκοντούνοφ» του Μούσοργκσκι τον οποίο είδαμε το περασμένο καλοκαίρι και στην Αθήνα στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ- ο σκηνοθέτης Αλεξάντερ Σοκούροφ φρόντισε να διαβεβαιώσει ότι στοχεύει σε μια κλασική παραγωγή που δεν θα προσβάλλει ουδόλως το δημόσιο αίσθημα των συμπατριωτών του.