Το «άνοιγμα» της Κίνας στις διεθνείς αγορές με την ένταξη της χώρας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001 δημιούργησε, ως γνωστόν, τεράστιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας στις δυτικές οικονομίες. Το πρόβλημα αυτό καθίσταται πρόδηλο από τις ανισορροπίες των εμπορικών ισοζυγίων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης έναντι της Κίνας.

Χάρη στο κεφαλαιώδες συγκριτικό πλεονέκτημα των φθηνών εργατικών χεριών της Κίνας και στην ευνοϊκή για τα κινεζικά προϊόντα συναλλαγματική ισοτιμία του γουάν, το εμπορικό πλεόνασμα της χώρας έναντι του υπόλοιπου κόσμου αυξάνεται αλματωδώς τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Και η αύξηση αυτή δεν φαίνεται να ανακόπτεται ούτε από την κάθετη πτώση των καταναλωτικών δαπανών στις χώρες της Δύσης που καταγράφεται εξαιτίας της ύφεσης- στις ΗΠΑ ειδικότερα οι δαπάνες αναμένεται να περιοριστούν το 2009 στα χαμηλότερα επίπεδα από το… 1942! Οπως φάνηκε από τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες, το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι πολύ μεγαλύτερη από την κάμψη των εξαγωγών είναι η κάμψη των… εισαγωγών στην Κίνα. Γιατί η κρίση πλήττει και τη χώρα των 1,3 δισ. (εν δυνάμει…) καταναλωτών.

O πως έγινε χθες γνωστό, τον Νοέμβριο κατεγράφη πτώση των κινεζικών εξαγωγών κατά 2,2% σε ετήσια βάση για πρώτη φορά από το 2001, δηλαδή από την προηγούμενη χρονιά ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας που προκάλεσε, ως γνωστόν, το σκάσιμο της φούσκας του Ιnternet.

Τον Νοέμβριο κατεγράφη όμως πτώση και των κινεζικών εισαγωγών κατά 17,9%, οπότε το εμπορικό πλεόνασμα της χώρας εκτινάχθηκε στο επίπεδορεκόρ των 40,09 δισ. δολαρίων. Είναι προφανές ότι η διολίσθηση των τριών μεγάλων οικονομιών του πλανήτη (των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας)

στην ύφεση επηρεάζει σοβαρά και την τέταρτη σε μέγεθος οικονομία του πλανήτη, που είναι πλέον η κινεζική.

Ηνομενκλατούρα του Πεκίνου διαβεβαιώνει ότι θα λάβει πιο δραστικά μέτρα για να στηρίξει τις μικρές επιχειρήσεις της Κίνας που βιώνουν με πιο οδυνηρό τρόπο την κρίση και για να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Τον Νοέμβριο οι αρμόδιες κινεζικές αρχές προχώρησαν στη μεγαλύτερη μείωση των επιτοκίων των τελευταίων 11 ετών. Αλλά μετά τα χθεσινά στοιχεία αναμένεται να κλιμακωθούν οι πιέσεις προς την κινεζική ηγεσία αφενός για να διευρύνει το σχέδιο δημοσίων δαπανών ύψους 4 τρισ. γεν (581 δισ. δολαρίων) που έχει εξαγγείλει για να διατηρηθούν οι ιλιγγιώδεις, είναι αλήθεια, ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας και αφετέρου για να επιτρέψει την… υποτίμηση του γουάν. Βεβαίως οι προαναφερθείσες πιέσεις θα προέλθουν από το εσωτερικό της χώρας. Γιατί από το εξωτερικό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ισοτιμία του κινεζικού νομίσματος, οι πιέσεις από τις ξένες διπλωματικές αποστολές και από τις κυβερνήσεις είναι προς την εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση: ζητούν την ανατίμηση του γουάν, που θα περιορίσει κάπως το αβυσσαλέο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των κινεζικών προϊόντων στις αγορές της Δύσης.

Επειδή εν προκειμένω το Πεκίνο έχει και το πεπόνι και το μαχαίρι, οι εξελίξεις προοιωνίζονται νομοτελειακές: η πορεία σταδιακής ανατίμησης του κινεζικού γουάν έναντι του αμερικανικού δολαρίου με το οποίο είναι συνδεδεμένο αντιστρέφεται. Εκείνο που τρομοκρατεί περισσότερο την κινεζική ηγεσία δεν είναι τόσο η κάμψη της εσωτερικής κατανάλωσης όσο η κάμψη του ηθικού του καταναλωτικού «Γαργαντούα». Γιατί οι ενδείξεις για τη συμπεριφορά των αμερικανών καταναλωτών είναι εξόχως ανησυχητικές. Σύμφωνα με έρευνα του Βloomberg, οι δαπάνες των αμερικανικών νοικοκυριών θα μειωθούν κατά 1% το 2009 σε σύγκριση με εφέτος, αφού η πτώση της καταναλωτικής ζήτησης και η συρρίκνωση της αμερικανικής οικονομίας θα συνεχιστούν τουλάχιστον ως το προσεχές καλοκαίρι. Αν επαληθευθούν οι 51 ειδικοί επιστήμονες που μετείχαν στην έρευνα, οι ΗΠΑ θα βιώσουν τη μεγαλύτερη πτώση των καταναλωτικών δαπανών από το 1942, δηλαδή από τη χρονιά που ακολούθησε τον βομβαρδισμό της ναυτικής βάσης του Περλ Χάρμπορ από την ιαπωνική αεροπορία (7 Δεκεμβρίου 1941).