Η δέσμευση του Μπαράκ Ομπάμα ότι θαστείλει χιλιάδες στρατιώτες στο Αφγανιστάν για να βοηθήσουν στον πόλεμο κατά των Ταλιμπάν είναι μια από τις δυσκολότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ομάδα του νεοεκλεγέντος αμερικανού προέδρου η οποία θα είναι υπεύθυνη για θέματα εθνικής ασφαλείας.

Στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες συμφωνούν ότι απαιτούνται περισσότερες δυνάμεις για να φέρουν σε πέρας μια αποτελεσματική εκστρατεία, αλλά τονίζουν επίσης ότι οι ενισχύσεις δεν θα οδηγήσουν αυτομάτως στην άμεση αναστροφή του κλίματος, όπως συνέβη το 2007 με την αποστολή περισσοτέρων δυνάμεων στο Ιράκ.

Υστερα από επτά χρόνια πολέμου, στο Αφγανιστάν υπάρχουν προβλήματα που δεν συναντώνται πουθενά αλλού: η εξέγερση βασίζεται στον αγροτικό πληθυσμό, το καταφύγιο του αντιπάλου βρίσκεται στο γειτονικό Πακιστάν, η χρόνια αδυναμία της κυβέρνησης του Αφγανιστάν παραμένει, το εμπόριο ναρκωτικών ανθεί, η σχεδόν ανύπαρκτη υποδομή και οι μεγάλες δυσκολίες του εδάφους εξακολουθούν να υφίστανται.

Εκθέσεις των μυστικών υπηρεσιών υπογραμμίζουν τη σοβαρότητα της απειλής. Τους τελευταίους μήνες, η βία στο Αφγανιστάν ξεπέρασε τις συγκρούσεις στο Ιράκ. Σχεδόν οι μισές από τις επιθέσεις των ανταρτών έχουν στόχο τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες ξένες δυνάμεις. Οι υπόλοιπες τις δυνάμεις ασφαλείας του Αφγανιστάν και τους απλούς πολίτες.

«Το Αφγανιστάν είναι ίσως ο “καλός πόλεμος”, αλλά είναι και ο πιο σκληρός»δήλωσε οΝτέιβιντ Κιλκάλεν, ένας πρώην αξιωματικός του αυστραλιανού στρατού, ο οποίος άφησε πρόσφατα τη δουλειά του ως σύμβουλος σε θέματα αντιμετώπισης των ανταρτών της αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις. Επί προεδρίας Μπους, η σύγκρουση στο Αφγανιστάν είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το Ιράκ, όπου ο αμερικανικός στρατός αγωνιζόταν να αντιμετωπίσει την εξέγερση και να περιορίσει την εξάπλωση της φυλετικής βίας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της αμερικανικής στρατιωτικής διοίκησης στη Βαγδάτη, η βία στο Ιράκ έχει επιστρέψει στα επίπεδα που βρισκόταν στις αρχές του 2004. Στο Αφγανιστάν έχει όμως αυξηθεί. Με το να δηλώσει ότι το Αφγανιστάν αποτελεί το κύριο μέτωπο στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, ο Ομπάμα άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να στείλει εκεί τουλάχιστον άλλες δύο ταξιαρχίες και να ρισκάρει με αυτό τον τρόπο την αξιοπιστία της νέας ομάδας εθνικής ασφαλείας με την έκβαση αυτού του πολέμου, τον οποίο οι αμερικανοί στρατιωτικοί χαρακτηρίζουν τουλάχιστον αδιέξοδο.

Ο Ομπάμα και οι συνεργάτες του δεν έχουν δώσει ακόμα τις λεπτομέρειες της νέας στρατηγικής που θα ακολουθήσουν: πόσες ενισχύσεις θα στείλουν ή με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιηθούν. Το Πεντάγωνο σχεδιάζει ήδη να στείλει 20.000 επιπλέον στρατιώτες, ικανοποιώντας με αυτόν τον τρόπο το αίτημα του ανώτερου στρατιωτικού διοικητή στο Αφγανιστάν στρατηγούΝτέιβιντ Μακ Κίρναν. Αξιωματούχοι του Πενταγώνου αναφέρουν ότι στη δύναμη αυτή θα συμπεριληφθούν τέσσερις ταξιαρχίες του στρατού, μία της αεροπορίας με ελικόπτερα, μονάδες αναγνώρισης, βοηθητικές δυνάμεις και εκπαιδευτές για τον αφγανικό στρατό και την αστυνομία.

Η πρώτη από τις ταξιαρχίες του στρατού θα αναπτυχθεί στο ανατολικό τμήμα του Αφγανιστάν, ενώ οι υπόλοιπες στο νότιο και νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας. Δεδομένων τούτων, ο αριθμός των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν θα αυξηθεί στις 58.000, ενώ σήμερα βρίσκεται στις 34.000, και θα προστεθεί στις περίπου 30.000 άλλες δυνάμεις που υπηρετούν υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ.

Το σχέδιο του Πενταγώνου για την αποστολή των νέων δυνάμεων μοιάζει ελάχιστα με την ανάλογη προσπάθεια που έγινε στο Ιράκ το 2007. Αξιωματούχοι του Πενταγώνου αναφέρουν ότι θα χρειαστεί να περάσουν 12 ως 18 μήνες για να αναπτυχθούν πλήρως οι δυνάμεις αυτές. Αντιθέτως, στο Ιράκ είχαν σταλεί πέντε νέες ταξιαρχίες μέσα σε διάστημα πέντε μηνών. Η κακή κατάσταση των δρόμων και η περιορισμένη υποδομή του Αφγανιστάν περιπλέκουν την κατάσταση.

Αξιωματικοί του αμερικανικού στρατού αναφέρουν ότι από τις επιχειρήσεις στο Ιράκ βγαίνουν ορισμένα βασικά συμπεράσματα, όπως η σημασία της μεταφοράς δυνάμεων από μεγάλες βάσεις για την καλύτερη προστασία του πληθυσμού. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στο Ιράκ ο αμερικανικός στρατός, το έδαφος εκεί ήταν πιο πρόσφορο απ΄ ό,τι είναι στο Αφγανιστάν.

«Το Αφγανιστάν δεν είναι Ιράκ»δήλωσε οΑλί Τζαλάλι, πρώην υπουργός Εσωτερικών του Αφγανιστάν, ο οποίος προβλέπει ότι θα περάσουν 10 χρόνια προτού αποκατασταθεί πλήρως η σταθερότητα στη χώρα του. Μια βασική διαφορά από το Ιράκ είναι ότι στη χώρα αυτή η κοινωνία έχει αστικοποιηθεί. Οταν ο αμερικανός πρόεδροςΤζορτζ Μπους ανακοίνωσε την αύξηση των δυνάμεων στο Ιράκ, η Αλ Κάιντα είχε επικεντρώσει τις επιθέσεις της στη Βαγδάτη. Με την αποστολή πέντε επιπλέον ταξιαρχιών του στρατού στην πόλη και γύρω από αυτήν, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπόρεσαν να συγκεντρώσουν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους στην περιοχή που είχε επιλέξει ο αντίπαλος ως βασικό πεδίο δράσης.

Αντιθέτως, οι περισσότεροι Αφγανοί ζουν σε αγροτικές περιοχές και οι επιθέσεις των Ταλιμπάν εκδηλώνονται σε πολλά και διαφορετικά σημεία στο ανατολικό και στο νότιο τμήμα της χώρας.

«Το 50% των Αφγανών εξακολουθεί να ζει σε χωριά των 300 κατοίκων ή και λιγότερο και το 75% ως 80% ζει σε αγροτικό περιβάλλον»δήλωσε ο Τζέι Αλεξάντερ Τίερ, ειδικός σε θέματα Αφγανιστάν στο Ινστιτούτο Ειρήνης των Ηνωμένων Πολιτειών, ένα ερευνητικό κέντρο που χρηματοδοτείται από την αμερικανική κυβέρνηση.

«Η εξέγερση βασίζεται στον αγροτικό πληθυσμό». Μια άλλη βασική διαφορά έχει να κάνει με τον στρατό της χώρας και την αστυνομία, που πολεμούν μαζί με τις αμερικανικές δυνάμεις. Οταν ξεκίνησε η ανάπτυξη των δυνάμεων, υπήρχαν περισσότεροι από 300.000 ιρακινοί στρατιώτες και αστυνομικοί. Το επίπεδό τους ήταν ανόμοιο και εξαρτώνταν από τους Αμερικανούς για την πραγματοποίηση αεροπορικών επιθέσεων, για βολές πυροβολικού και για υποστήριξη επιμελητείας. Οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας ήταν υπολογίσιμες και με την επίθεση στη Βασόρα τον περασμένο Μάρτιο απέδειξαν ότι είναι σε θέση να αναπτυχθούν σε μακρινές αποστάσεις. Ο αριθμός τους ξεπερνά σήμερα τις 500.000.

Αντιθέτως, το Αφγανιστάν διαθέτει ελάχιστες δυνάμεις σε σχέση με τον πληθυσμό των 32 εκατομμυρίων- επτά εκατομμύρια περισσότεροι κάτοικοι απ΄ ό,τι στο Ιράκ- και με μια έκταση που είναι κατά 25% μεγαλύτερη από αυτή του Ιράκ. Ο αφγανικός στρατός διαθέτει 70.000 άνδρες και η αστυνομία άλλους 80.000. Με βάση τα σημερινά πλάνα, ο αφγανικός στρατός θα αυξηθεί και θα διαθέτει 134.000 άνδρες μέσα σε διάστημα τεσσάρων ή πέντε ετών, επιβαρύνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις άλλες συμμαχικές χώρες κατά 17 δισεκατομμύρια δολάρια. Αμερικανοί αξιωματούχοι προσπαθούν να βρουν τρόπους να επιταχύνουν αυτή την ανάπτυξη και να διευρύνουν την παρουσία της.

Η σύγκρουση στο Αφγανιστάν περιπλέκεται από την παρουσία ανταρτών στα σύνορα της χώρας, όπου ο πληθυσμός αποτελούμενος από Παστούν διάκειται φιλικά απέναντι στους Ταλιμπάν και αγνοεί τις επιθυμίες της κεντρικής κυβέρνησης. Για να πετύχει η στρατιωτική προσπάθεια στο Αφγανιστάν ο πακιστανικός στρατός θα πρέπει να ελέγξει αποτελεσματικά όλες αυτές τις άναρχες περιοχές: ο στόχος είναι δύσκολος και απαιτεί μεγαλύτερη κινητοποίηση από την πλευρά της πακιστανικής ηγεσίας, η οποία αυτή την περίοδο ασχολείται με την επιδείνωση των σχέσεών της με την Ινδία εξαιτίας των επιθέσεων στη Βομβάη. Επιπλέον η πολιτική αστάθεια στο Αφγανιστάν ίσως είναι η μεγαλύτερη έγνοια των αμερικανών αξιωματούχων. Ενώ στο Ιράκ είναι ισχυρή η παράδοση της κεντρικής εξουσίας, στο Αφγανιστάν η εξουσία είναι αποκεντρωμένη και επιπλέον υπάρχει δυσαρέσκεια με τον πρόεδροΧαμίντ Καρζάι, ο οποίος θα είναι ξανά υποψήφιος στις εκλογές της ερχόμενης χρονιάς.