ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ «από το παράθυρο» γίνονται τα ΤΕΙ της χώραςχωρίς να έχουν καν τις υποδομές ή το κατάλληλο προσωπικό.Με νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας το οποίο ολοκληρώνεται σύντομα, τα ΤΕΙ αποκτούν ερευνητικά εργαστήρια (κάτι που τα εξισώνει πλέον με τα πανεπιστήμια), οι ώρες διδασκαλίας στα προγράμματά τους μειώνονται για να φθάσουν στα επίπεδα των ΑΕΙ και οι πρόεδροί τους αποκτούν τη δυνατότητα να κάνουν τον τυπικό έλεγχο στις εξελίξεις του διδακτικού προσωπικού, όπως ακριβώς και οι πρυτάνεις των πανεπιστημίων. Τα πανεπιστήμια από την πλευρά τους ζητούν ενσωμάτωση των ΤΕΙ στα ΑΕΙ, ώστε να ενισχυθεί η δημόσια ανώτατη εκπαίδευση και
να σταματήσουν τα φαινόμενα τμημάτων με φοιτητές που μετά βίας ξεπερνούν τη βαθμολογική βάση του δέκα.Οι πρυτάνεις των ΑΕΙ ξυπνούν από μια μεγάλη περίοδο νάρκης στην οποία τους βύθισαν διλήμματα του τύπου «ιδιωτικό ή όχι» και συνειδητοποιούν πλέον την πραγματικότητα:ο ανταγωνισμός εισβάλλει και στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης και οι όροι του θα είναι σκληροί.Με δεδομένη τη νομιμοποίηση των κολεγίων από τον νέο χρόνο, αλλά και τα προβλήματα σχέσεων με τα ΤΕΙ στην «πίσω πόρτα» τους,αναζητούν λύσεις. Συνεργασίες ανακοινώθηκαν ήδη με μεγάλα ιδιωτικά ιδρύματα του εξωτερικού,ενώ στην πλειονότητά τους τα μεταπτυχιακά προγράμματα των πανεπιστημίων λειτουργούν πλέον με δίδακτρα, που σε πολλές περιπτώσεις φτάνουν τις 9.000 ευρώ.

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τα δεδομένα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλάζουν. Τα πανεπιστήμια κηρύσσουν «ανεξαρτησία» από τους διεθνείς πίνακες κατάταξης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φιλοδοξεί ως το 2010 να έχει τη δική της κατάταξη των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης. Γι΄ αυτήν θα χρησιμοποιήσει δείκτες οι οποίοι θα βασίζονται κυρίως στην ποιότητα των σπουδών και της έρευνας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι οι πίνακες κατάταξης, όπως αυτοί που διενεργεί το Ινστιτούτο της Σανγκάης, στηρίζονται κυρίως σε οικονομικούς και όχι σε ποιοτικούς της εκπαίδευσης δείκτες, με αποτέλεσμα να ευνοούνται ιδρύματα που στηρίζονται στο αγγλοσαξονικό μοντέλο εκπαίδευσης. Αντίθετα, η μελλοντική ευρωπαϊκή κατάταξη των πανεπιστημίων θα στηρίζεται σε μια «δέσμη κριτηρίων» τα οποία θα περιστρέφονται κυρίως γύρω από την ποιότητα της διδασκαλίας και την έρευνα ανά επιστήμη.

Στην Ελλάδα τα ΤΕΙ αναμένουν το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, αποκλείοντας όμως την πιθανότητα μελλοντικών συνεργασιών με κολέγια στον νέο «χάρτη» της ανώτατης εκπαίδευσης που θα σχηματιστεί. «Οποιαδήποτε συνεργασία με κολέγια την αποκλείουμε για λόγους αρχής» σημειώνει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της ομοσπονδίας των καθηγητών των ΤΕΙ (ΟΣΕΠ- ΤΕΙ) κ.

Γ. Τσάκνης. Την ίδια στιγμή, επισημαίνει, υπάρχει άνοιγμα των ΤΕΙ στην αγορά γενικότερα, καθώς σε πολλά ερευνητικά προγράμματα συμμετέχουν βιομηχανίες. «Οι ως τώρα συνεργασίες γίνονται με δημόσια πανεπιστήμια της Ευρώπης καθώς δεν βλέπω τον λόγο να συνεργαστούμε με ένα ιδιωτικό» λέει από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΤΕΙ Λάρισας κ. Γ.Κόκορας. Η ανατροπή και τα κολέγια
Τα δημόσια πανεπιστήμια αναζητούν προσανατολισμό.

«Το ιδιωτικό πανεπιστήμιο λειτουργεί ήδη μέσα στο Δημόσιο»λέει πρύτανης μεγάλου περιφερειακού πανεπιστημίου που μιλάει στο «Βήμα της Κυριακής». Οπως αναφέρει, ήδη προτού η κοινοτική οδηγία που νομιμοποιεί τα κολέγια στη χώρα μας ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, τα ΑΕΙ ανακοινώνουν συνεργασίες με μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα των ΗΠΑ (Χάρβαρντ, Τζονς Χόπκινς), οι οποίες περιμένουν ότι θα ανεβάσουν ταχύτατα τη μετοχή τους. Στις συνεργασίες αυτές κύριο κριτήριο είναι η ποιότητα του συνεργάτη και όχι το ιδιοκτησιακό του καθεστώς.

«Πανεπιστήμια όπως οι κολοσσοί των ΗΠΑ θεωρούνται ιδιωτικά με την ευρύτερη έννοια παρά το πολύπλοκο καθεστώς λειτουργίας τους»λέει σχετικά ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών κ.

Γ. Δουκίδης. «Ηρθε η ώρα για τα ελληνικά πανεπιστήμια να ανοιχτούν.Τα πράγματα είναι πολύ απλά, αλλά εμείς έχουμε εγκλωβιστεί στην εσωστρέφειά μας» συνεχίζει ο κ. Δουκίδης, αναφέροντας ότι το ίδρυμά του ήδη προσφέρει ολοκληρωμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα στην αγγλική γλώσσα, οι μισοί φοιτητές του οποίου είναι ξένοι, όπως και οι 15 από τους καθηγητές του.

«Για να μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε τα τεκταινόμενα στην ελληνική ανώτατη παιδεία πρέπει να δραστηριοποιηθούμε» λέει ο πρύτανης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης κ.

Κ.Σιμόπουλος.

«Πώς θα αντιμετωπίσουμε τα κολέγια;Με τα ίδια όπλα που χρησιμοποιούν. Συνεργασίες με μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, με το κύρος όμως των δημοσίων πανεπιστημίων. Εμείς από το 2009 θα επιχειρήσουμε την επέκτασή μας εκτός των συνόρων της Ελλάδας σε επίπεδο μεταπτυχιακών προγραμμάτων και θα προσελκύσουμε φοιτητές από την Κίνα,τη Ρωσία και την Ινδία».

Προγράμματα και δίδακτρα
Οπως εξηγούν πανεπιστημιακοί, δύο είναι τα βήματα που πρέπει να κάνουν σήμερα τα πανεπιστήμια για να αλλάξει συνολικά η εικόνα της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας: η συγκρότηση διατμηματικών ή διαπανεπιστημιακών προγραμμάτων σε προπτυχιακό επίπεδο (ως σήμερα υπάρχουν μόνο σε μεταπτυχιακό)- κάτι που μπορεί να οδηγήσει με την κατάλληλη νομική «ομπρέλα» και σε αίτημα για την επιβολή διδάκτρων- και η συνεργασία ΑΕΙ και ΤΕΙ σε προπτυχιακό επίπεδο.

Νέο θεσμικό πλαίσιο που να επιτρέπει στα ελληνικά πανεπιστήμια να διαχειρίζονται τα οικονομικά τους χωρίς τον ασφυκτικό έλεγχο του δημόσιου λογιστικού ζητεί από την πλευρά του ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης κ.

Ι. Παλλήκαρης.

«Τα ελληνικά πανεπιστήμια, αν είχαν τον μηχανισμό,θα μπορούσαν να χτυπήσουν τη διεθνή αγορά, καθώς σε ερευνητικό επίπεδο διαθέτουν άριστους επιστήμονες» συνεχίζει ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

«Εκείνο που χρειαζόμαστε ωστόσο είναι ένα νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει σε μεγαλύτερο βαθμό την αυτενέργεια.Επίσης τα πανεπιστήμια πρέπει να επικαιροποιήσουν τους στόχους της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας» καταλήγει.

Στην Κρήτη αλλά και στην Πάτρα έχει ήδη ξεκινήσει συνεργασία με την αμερικανική Ιατρική ΣχολήΤζονς Χόπκινς . Οπως εξηγεί ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών κ.

Στ.Κουμπιάς, το ίδρυμα υπέγραψε πρόσφατα μνημόνιο συνεργασίας με τη μεγάλη Ιατρική Σχολή των ΗΠΑ, η οποία και προβλέπει ανταλλαγές διδακτικού, ερευνητικού προσωπικού, φοιτητών και διοικητικού προσωπικού, καθώς και γνώσης και εμπειριών από την έρευνα.

«Εχει ενδιαφέρον να ξεκαθαρί σουμε για ποια ποιότητα σπουδών μιλάμε και με ποιο νομικό καθεστώς λειτουργίας. Δεν μπορεί κανείς φυσικά να συγκρίνει τα δημόσια πανεπιστήμια με τις επιχειρήσεις παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα»συνεχίζει ο κ. Κουμπιάς.

«Εμείς έχουμε συνεργασίες με πανεπιστήμια από πολλές χώρες της υφηλίου,με κριτήριο την ποιότητα των σπουδών»καταλήγει.

Επιμένουν ευρωπαϊκά
Αλλα πανεπιστήμια της χώρας ωστόσο προτιμούν τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο συνεργάζεται εδώ και χρόνια με την περίφημη γαλλική Εcole Νationale des Ρonts et Chaussies για την ταυτόχρονη χορήγηση διπλού διπλώματος μηχανικού σε φοιτητές οι οποίοι πραγματοποιούν αρχικώς μέρος των σπουδών τους στη μία σχολή και τις ολοκληρώνουν στην άλλη.

«Η υστέρηση σε επίσημες συνεργασίες των ιδρυμάτωνθα μπορούσε να αποδοθεί σε αδιαφορία αυτών που διοικούν τα πανεπιστήμιά μας, σε φοβικές και απομονωτικές τάσεις μερίδας της πανεπιστημιακής κοινότητάς μας,ακόμη και σε άνιση σύγκριση υποδομών» λέει σχετικά ο πρύτανης του ΕΜΠ κ.

Κ. Μουτζούρης.

Παράρτημα στο Ναύπλιο έχει ανοίξει το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Χάρβαρντ, το οποίο, παρ΄ ότι έχει συνεργασία με το πανεπιστήμιο της περιοχής αλλά και τον δήμο, αποτελεί ανεξάρτητη μη κερδοσκοπική εταιρεία. Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών Ναυπλίου, καθηγητής κ.

Ι. Πετρόπουλος, δηλώνει ότι το Κέντρο αποτελεί προέκταση του κορυφαίου ερευνητικού ινστιτούτου της Αμερικής και «δεν ζητεί αλλά ούτε και δίνει τίποτε». «Τα ιδρύματα που προσφέρουν τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα βρίσκονται σε δεινή θέση»λέει από την πλευρά του ο βοηθός γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Λαμπράκη και πρόεδρος του ευρωπαϊκού δικτύου «Μένων» κ.

Νικ. Καστής.

«Η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι σε μια πορεία διεθνοποίησηςπου δεν μπορεί να αποφύγει. Πρέπει να στοχεύει να εκπαιδεύει επιστήμονες και στελέχη που θα εργαστούν και πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας, στην Ευρώπη και στον κόσμο»συνεχίζει.

«Τα ιδρύματα πρέπει να βρουν τρόπους να επεκτείνουν το έργο τους, χωρίς να βαρύνουν την ποιότητά του. Και αυτό δεν είναι μόνο θέμα διαθέσιμων πόρων, χρηματοδότησης, αλλά και-εξίσου σημαντικό-θέμα λειτουργιών και αλλαγής κλίματος και πρακτικών»καταλήγει.