Εντονος προβληματισμός για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων επικρατεί στην Αθήνα μετά τα γνωστά επεισόδια στη θαλάσσια περιοχή του Καστελλόριζου και της Κύπρου, καθώς και η κατ΄ ιδίαν συνάντηση της κυρίας Μπακογιάννη με τον τούρκο ομόλογό της την περασμένη εβδομάδα στο Ελσίνκι κατέληξε σε πλήρες αδιέξοδο.

Αναμένεται μάλιστα ότι η ένταση που πρόσφατα παρατηρήθηκε να αυξηθεί ακόμη περισσότερο αν, όπως όλα δείχνουν, την ερχόμενη εβδομάδα στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ οι αποφάσεις για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας είναι αρνητικές. Θα διαπιστωθεί, δηλαδή, ότι η Αγκυρα δεν έχει προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να συνεχίσουν να παραμένουν παγωμένα τα 8 από τα 35 κεφάλαια της ενταξιακής διαπραγμάτευσης. Χαρακτηριστικό της βαριάς ατμόσφαιρας που έχει δημιουργηθεί είναι ότι για πρώτη φορά και χωρίς διπλωματικές περιστροφές η ελληνίδα υπουργός Εξωτερικών σε συνέντευξή της στο πρακτορείο Reuters τόνισε ότι η Τουρκία δεν ανταποκρίνεται στις προσπάθειες της Ελλάδας για μείωση της έντασης.

Το ερώτημα είναι λοιπόν γιατί ο κ. Ερντογάν, μετά την πλήρη επικράτησή του απέναντι στο στρατιωτικό κατεστημένο, αντί να ακολουθήσει την πορεία των μεταρρυθμίσεων και της προσέγγισης με την Ελλάδα ώστε να προχωρήσουν χωρίς προβλήματα οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, προτίμησε τη σκλήρυνση. Η εξήγηση που δίνεται από ενημερωμένες πηγές είναι ότι ο τούρκος πρωθυπουργός έχει αντιληφθεί, κυρίως λόγω της στάσης της Γαλλίας και δευτερευόντως της Γερμανίας και της Αυστρίας, ότι η χώρα του δεν πρόκειται ποτέ να γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ και γι΄ αυτό επέλεξε την επιστροφή της Τουρκίας στον ρόλο της περιφερειακής υπερδύναμης. Υπάρχει όμως και μια άλλη εξήγηση, σύμφωνα με την οποία ο κ. Ερντογάν έχει έλθει σε μυστική συμφωνία με τον αρχηγό του Στρατού να μην προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θίγουν την εξουσία των στρατιωτικών με αντάλλαγμα την παύση των περαιτέρω δικαστικών διώξεων. Ο,τι και αν συμβαίνει, το βέβαιον πάντως είναι ότι η τουρκική κυβέρνηση, αντί να προωθεί τις μεταρρυθμίσεις, ακολουθεί όλο και πιο σκληρή εθνικιστική γραμμή.

Θύμα της πολιτικής αυτής είναι, όπως άλλωστε δείχνουν και τα τελευταία γεγονότα, η Ελλάδα και η Κύπρος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε στην κυρία Μπακογιάννη στο Ελσίνκι τις γνωστές αμετακίνητες θέσεις της κυβέρνησής του για το Αιγαίο και την Κύπρο. Με τα δεδομένα αυτά το πιθανότερο είναι ότι δεν θα υπάρξει καμία ουσιαστική πρόοδος στις συνομιλίες Χριστόφια- Ταλάτ στη Λευκωσία, ενώ θα πρέπει επιτέλους η Αθήνα να επανακαθορίσει την πολιτική της. Μια πολιτική η οποία είχε βασισθεί στην πεποίθηση ότι η Τουρκία είχε επιλέξει την ευρωπαϊκή προοπτική και θα έπρεπε η διαδικασία αυτή να στηριχθεί ώστε μέσω αυτής να βελτιωθούν και οι διμερείς σχέσεις. Τώρα η ελπίδα αυτή έχει σβήσει και καλόν θα είναι να το αντιληφθούμε και να πράξουμε αναλόγως πριν να είναι πολύ αργά.