Από τα όσα διαβάζω και ακούω, επίσημα και ανεπίσημα, για τον λαβύρινθο του τραπεζικού μας συστήματος και τα όσα συνεπάγεται γι΄ αυτό η χρηματοπιστωτική κρίση, έχω ξεχωρίσει ορισμένες διαπιστώσεις τις οποίες καταγράφω προκειμένου να έχουν σφαιρικότερη αντίληψη όσοι ενδιαφέρονται για το τι πράγματι συμβαίνει και όχι μόνο για το τι συμφέρει τον κάθε σχολιαστή.
*Οι ελληνικές τράπεζες αποδείχθηκαν ως τώρα πιο προσεκτικές και πιο συντηρητικές. Είχαν προλάβει να εκσυγχρονισθούν και να γίνουν διεθνώς ανταγωνιστικές χάρη στη σχετική συστηματική προσπάθεια που ξεκίνησε κυρίως επί κυβερνήσεων ΠαΣοΚ, με βασικό εμπνευστή της τον αείμνηστο Θόδωρο Καρατζά. Ετσι δεν είχαμε καμία χρεοκοπία, όπως σε πολλές άλλες χώρες.
*Οι ελληνικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούσαν υψηλά κέρδη προερχόμενα σε σημαντικό βαθμό και από την παρακινδυνευμένη επέκταση της δραστηριότητάς τους σε βαλκανικές χώρες και στην Τουρκία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παραμένουν εφευρετικότατες στο να απομυζούν την πελατεία τους ενίοτε και παράνομα στο πλαίσιο της γενικευμένης ατιμωρησίας.
*Το πακέτο των 28 δισ. ευρώ, που ανεύθυνα χαρακτηρίστηκε λευκή επιταγή και χαριστική πράξη (πρόκειται κυρίως περί εγγυήσεων και όχι χρηματοδοτήσεων), δεν θεωρήθηκε επωφελές για τις τράπεζες, εξ ου και το άτερμον παζάρι με την κυβέρνηση. Ευτυχώς η τελευταία είχε ενεργήσει με ταχύτητα για να προλάβει μαζικές αναλήψεις καταθέσεων από πανικό και να επαναφέρει βαθμιαία την απαιτούμενη ρευστότητα ώστε να προληφθεί η πιστωτική ασφυξία, η οποία μόλις τώρα αρχίζει να υποχωρεί.
*Οι μειώσεις των επιτοκίων διεθνώς γίνονται από τις κεντρικές τράπεζες προκειμένου να ζωογονηθούν οι συναλλαγές. Τα επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών όμως προς το παρόν αυξάνονται όχι μόνο στην Ελλάδα, όπως ανακριβώς υποστηρίζεται, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Και αυτό είναι εύλογο αφού σχεδόν εξέλιπε η εμπιστοσύνη ακόμη και ανάμεσα στις τράπεζες, πάγωσε ο μεταξύ τους δανεισμός και έτσι προσπαθούν με υψηλότερα επιτόκια προς τους αποταμιευτές να συγκρατήσουν ή να προσελκύσουν τις καταθέσεις τους (7,5 εκατ. βιβλιάρια καταθέσεων κυκλοφορούν στην Ελλάδα για συνολικό ποσό 250 δισ., που σημαίνει ότι σχεδόν όλοι έχουμε κάποιες, μικρές ή μεγάλες, καταθέσεις). Αλλά και οι καταθέτες, με πρώτες τις ΔΕΚΟ, εκβιάζουν τις τράπεζες ζητώντας υψηλότερα επιτόκια, τα οποία εύλογα αυτές φορτώνουν στους δανειζομένους, όπως και για τα χρέη εκείνων που δεν τα εξοφλούν.
*Το τεράστιο δημόσιο χρέος μας (κληρονομιά από την άφρονα «κοινωνική» πολιτική του ΠαΣοΚ από το 1981, την έκταση του οποίου και κυρίως τις συνέπειές του αποκρύπτουν όλες έκτοτε οι κυβερνήσεις για να συνεχίζουν διορισμούς και σπατάλες) δεν επιτρέπει πρόσθετες δαπάνες αφού αυτές προϋποθέτουν νέα δάνεια από το εξωτερικό με επαχθέστατους σήμερα όρους που απειλούν με ασφυξία το Δημόσιο. Πώς άλλωστε να πέσουν τα επιτόκια όταν η Ελλάδα (ως χώρα κατάχρεη και συνεπώς υψηλού ρίσκου) πληρώνει κατά σχεδόν δύο μονάδες επιπλέον επιτόκιο σε σύγκριση με άλλες δανειζόμενες χώρες; Και πώς να μην κρατούν υψηλά τα επιτόκια οι τράπεζές μας όταν μεταξύ άλλων ο επιδιαιτητής στον οποίο προσέφυγε η ΟΤΟΕ ενέκρινε αύξηση αποδοχών των τραπεζοϋπαλλήλων κατά 8%, όταν για τον λοιπό δημόσιο και ιδιωτικό τομέα οι αυξήσεις αποδοχών κυμαίνονται γύρω στο 4%; Το πρόσθετο αυτό βάρος θα το εισπράξουν φυσικά οι τράπεζες με υψηλότερα επιτόκια. Αλλά περί αυτού ούτε ακούσαμε ούτε διαβάσαμε τίποτε. Ούτε από τα κόμματα (όλα τα κόμματα) ούτε από τη ΓΣΕΕ ούτε από τα ΜΜΕ. Ολοι πάντοτε υπέρ των προνομιούχων. Επ΄ αυτού τι φρονούν ο κ. Τσίπρας, ο κ. Καρατζαφέρης, ο κ. Πουπάκης ή ο κ. Παναγόπουλος;